Διόραμα ΑΤ.4/1-2/2016

Στην ποιητική συλλογή Με διαστρέβλωση ελάχιστη του Ανδρέα Μαλόρη (γ. 1955) η ποίηση ορίζεται ως η τέχνη «επισκίασης της πραγματικότητας», ενώ παράλληλα ο ποιητής εμφανίζεται να μετουσιώνει επώδυνα σε τέχνη τη βιωματική ύλη:«[…] να κομματιάζεις τους λίθους της ζωής σου
/μέχρι να μην ξέρεις πού στέκεσαι […)». Επομένως, η ποίηση δεν φωτογραφίζει την πραγματικότητα, αλλά εμφανίζει τα είδωλά της όχι κατ’ανάγκην παραμορφωμένα, αλλά πάντως με τους ιδιαίτερους ρητορικούς της τρόπους και γενικότερα με την ιδιάζουσα «λογική» της («Η ποίησή
σου», σ. 9). 0 ενδοκειμενικός ποιητής εκφράζει την προτίμησή του στη λιτή και απέριττη ποιητική γραφή, σε αντίθεση με την πληθωρική ποιητική έκφραση των πρώτων ποιητικών του δοκιμών: («Με μπιχλιμπίδια φορτωμένοι / οι νεανικοί μου ενθουσιασμοί, / με άλας και ύδωρ / η ώριμή μου θλίψη»(σ. 50).
Πέρα από τα άλλα ποικίλα θέματα της συλλογής του Α. Μαλόρη, συχνά επανέρχεται σε αρκετά ποιήματά του το θέμα της ήττας και της συνθηκολόγησης με συνδηλώσεις ερωτικές, υπαρξιακές, πολιτικές, ίσως και άλλες (βλ., λ.χ., το ποίημα «Υστερόγραφο», σ. 12). Οι μάχες που έχουν
κριθεί (σ. 12), «τα λάβαρα που πέφτουν» (σ. 14), «οι δρόμοι που δεν αξίζουν καυτούς ιδρώτες»(σ. 18), «ο έρωτας που ξαγρυπνά δίπλα στο κομμένο δέντρο της γειτονιάς […]» (σ. 25), «τα σώματα που μήδισαν οριστικά·» (σ. 26), η ανυπαρξία διάθεσης για αντίσταση και η επικείμενη πτώση του «φτηνού προσωπείου», τα όνειρα που κύλησαν «σαν αδέσποτοι τροχοί» (σ. 29), είναι μερικές μόνο από τις πολύσημες ποιητικές εικόνες της συλλογής οι οποίες λειτουργώντας μέσα σε ένα ευρύ πλέγμα συνδηλώσεων, οντολογικών, υπαρξιακών, ερωτικών, κοινωνικών, πολιτικών και άλλων, συνθέτουν το ασφυκτικό κλίμα αδιεξόδου του ποιητικού υποκειμένου, αλλά και της
ίδιας της ποιητικής έκφρασης, που ωστόσο σε άλλα ποιήματα της συλλογής εκτονώνεται βρίσκοντας διέξοδο σε τοπιογραφικά θέματα (βλ. τα ποιήματα της ενότητας «Φυλλομετρώντας τις σελίδες πολλών βασιλεμάτων»: σσ. 32-39), όπου και πάλι το κέντρο βάρους των ποιημάτων βρίσκεται όχι στο τοπίο- αντικείμενο της παρατήρησης, αλλά στο υποκείμενό της.
Στο τελευταίο ποίημα της συλλογής Με διαστρέβλωση ελάχιστη, που τιτλοφορείται «Εθιστείτε!» (σ. 61) και προφανώς διαλέγεται με το γνωστό ποίημα του Μιχάλη Κατσαρού «Η διαθήκη μου», συνοψίζεται συμπυκνωμένη η ποιητική του Α. Μαλόρη. Στο ποίημα είναι αξιοπρόσεκτη η επανάληψη της προτρεπτικής προστακτικής «εθιστείτε» (κατ’ αντιστοιχία προς το «αντισταθείτε» του Μ. Κατσαρού). Αν και, εκ πρώτης όψεως, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι στα δύο ποιήματα έχουμε δύο αντίθετες προτροπές (για αντίσταση στον Μ. Κατσαρό και για εθισμό, δηλαδή προσαρμογή και υποταγή, στον Α, Μαλόρη), η άποψή μας είναι ότι η προτροπή του
ποιητικού υποκειμένου για εθισμό, στο ποίημα του Α.Μ. είναι καθαρά ειρωνική (ειρωνικά λειτουργεί και το θαυμαστικό στον τίτλο του ποιήματος), επομένως οι δυνητικοί αναγνώστες προτρέπονται από το ποιητικό υποκείμενο να μη συμβιβάζονται με τη μόνωση και την αποξένωση, τον εφησυχασμό και την ανυπαρξία κριτικής στάσης και αμφισβήτησης, με τη σκόνη και ό,τι αυτή συνδηλώνει (π.χ. την αποτελμάτωση και τη στασιμότητα) με την έλλειψη φωτός και άρα ελπίδας και προοπτικής.

Ειδικά, με το ποίημα «Εθιστείτε» η ποιητική γραφή του Α. Μαλόρη συγγενεύει με την ενίοτε οργισμένη και αντικομφορμιστική ποιητική γραφή του Κυρ. Αναγιωτού. Από την άλλη, η πιο «συγκρατημένη» και λιτή γραφή του Π. Κουζάλη εμπεριέχει αξιοσημείωτες ποιητολογικές αναφορές, ενώ στη νοσταλγική γραφή της Κλ. Μακρίδη, που είναι φορτισμένη με τις ιστορικές μνήμες και τα συλλογικά τραύματα του ελληνισμού της Κύπρου, παρεισφρύουν προβληματισμοί γύρω από τα όρια και τους περιορισμούς της ποιητικής δημιουργίας, καθώς και για το ζήτημα της αντοχής και της διάρκειάς της με το πέρασμα του χρόνου.

Λεωνίδας Γαλάζης