Η ομορφιά στο νοίκι.

Έρχεσαι ανεμίζοντάς
επιδεικτικά
το λευκό ποινικό σου μητρώο.
Σε ύπτια θέση οδαλίσκης
απλωμένη σε στρώματα φράουλας
μου ζητάς να επαναφέρω σε τάξη
τα lego μου.

 

(Σου παραχωρώ αν θες και τις νύκτες μου,
τόσα άυπνα θαύματα τι να τα κάνω;)

 

Προσυπογράφω τις υποσχέσεις σου
και η νίκη επί του θανάτου
θαρρώ επισφραγίζεται,
στο βλέμμα της γαζέλας
πριν το βρυχηθμό

 

εντάσσομαι στο κίνημά σου
και θαρρώ ενθρονίζεσαι
στη συμμετρία του κόσμου.

Μα κάθε που εκπίπτεις
-πεπτωκώς άγγελος πάντως δεν είσαι-
σε προδίδει η λάσπη

 

κάθε που αναβράζει ο πόνος
κατακάθεσαι φαντασμαγορία
στο ποτήρι της φθοράς.

 

Τελικά Ομορφιά,
εκεί ψηλά
στα φωταγωγημένα σου προάστια
ζεις κι εσύ στο νοίκι.

 

Κάθε φορά που φεύγεις
το συμβόλαιό μας
-με προοπτική ανανέωσης-
παραβιάζεται.

 

Ως πόσο
θα κοιταζόμαστε στον καθρέφτη

 

ατενίζοντας ανόητα κορμιά
είδωλα του αναπόφευκτου;

 

Ως πόσο;

Δικαιολογώντας την αιώνια έλξη
της συνουσίας

 

δικαιολογείς τον αιώνιο εκβιαστή
των όντων.

Κι αναρωτιέσαι άδικα
πόσα εκατομμύρια πτώματα χρειάζονται
για ν’ ανοίξουμε τα μάτια;

 

Κι αναρωτιέσαι άδικα
πόσα μυαλά στην άσφαλτο χρειάζονται
για να νικήσουμε την ομορφιά;

 

Άδικα αναρωτιέσαι.