Άργησα.
Την είδα να χάνεται
όπως γλυκάδα ομίχλης
στη στροφή λίγο πριν την έξοδο
των διλημμάτων.
Με καταπλάκωσαν και πάλι
αργά τριαξονικά γιατί.
Στον υπόγειο
η επικερδής μου βιασύνη
προσπέρασε τον μουσικό του Μπαχ.
Οι νότες που άφησα πίσω
με πολτοποίησαν στις ράγες.
Πέρασε κι από κει, θα λένε,
η βουβή αμαξοστοιχία
του μαύρου.
Τα χέρια,
που δεν κράτησα σφικτά
ένιψαν τις ώρες
και βράδιασαν.