Ένα κείμενο για την “Εκκαθάριση Προσωπικού”, τη νέα συλλογή διηγημάτων του Αντρέα Μαλόρη

 

 

«Από τη μια τρύπα στην άλλη τρύπα! Kαι μετά βάζει την κάννη στο στόμα»

«Διαβάζοντας το βιβλίο είχα την εντύπωση ότι έβλεπα ταινία του Jarmouch ή των αδελφών Κόεν με ασύνδετες μεταξύ τους ιστορίες που θα καταλήξουν κάποια στιγμή να συγκροτούν όψεις της ίδιας εμπειρίας.

 

Τα 14 διηγήματα του Αντρέα Μαλόρη συγκλίνουν όλα στη σύγχρονη προβληματική των αδιεξόδων μας: μοναξιά, οικονομική ανέχεια, επιβίωση με οποιαδήποτε παρουσία ή απουσία αισθητικής, απελπισία, φθορά, θάνατος, γήρας, πανικός, η βαθύτερη ανάγκη για λύτρωση – από τι όμως;

Οι ήρωες των διηγημάτων του βάζουν και βγάζουν τα προσωπεία τους με την ίδια ευκολία που ενδύονται συνειδητά ή ασυνείδητα την ανεπάρκειά τους και χαμογελούν κουρασμένα, ενίοτε ξεγελώντας την αδειοσύνη που τους περιβάλλει. Είναι εγκλωβισμένοι στα πάθη, τις αδυναμίες και τις επιθυμίες τους, κυρίως μεσήλικες, γερασμένοι μέσα στις αγκυλώσεις τους, κλυδωνίζονται ανάμεσα στο θέλω και το μπορώ, ανάμεσα στην περιρρέουσα ηθική και την αναζήτηση για κάτι άλλο, καλύτερο κι ελπιδοφόρο. Άνθρωποι μιας θλιβερής μικροαστικής κουλτούρας που καταδυναστεύονται από το ψέμα και την τυραννική κληρονομιά τους, που παλεύουν να φωτίσουν την καθημερινότητά τους ή διέρχονται με στωική αξιοπρέπεια τη λιγοστή παράταση χρόνου υποταγμένοι στην αδηφάγα διάψευση της ζωής τους. Δεν εξεγείρονται. Σε ορισμένα σημεία εντοπίζουμε δράση που καταλύει, παρεμβαίνει ή παραβιάζει τα γεγονότα (αυτοκτονία, δολοφονία, απομάκρυνση), η οποία όμως οδηγείται σε νέο αδιέξοδο για να μας γίνει ξεκάθαρη η ματαιότητα. Δρουν με μια σχιζοφρενική μετεώριση ανάμεσα στην απροσδιόριστη συχνά επιθυμία και στην πραγματικότητα που ένιωθα διαβάζοντας πως θα καταρρεύσει από στιγμή σε στιγμή, από λέξη σε λέξη.

Πρόσωπα καρικατούρες σε 14 ιστορίες αυτόνομες (όσο αυτόνομα μπορεί να είναι τα διηγήματα μιας συλλογής), ωστόσο σχεδιασμένα με ωμότητα, πραγματικά, γήινα, υπαρκτά όσο πασκίζει ο συγγραφέας ή εμείς να το αποδείξουμε. Άνθρωποι κυρίως μουδιασμένοι από την οδυνηρή απελπισία που ενίοτε τους καταβάλλει, εμπαθείς, τραγικοί, συχνά γελοίοι μέσα στον μικρόκοσμό τους, ένοχοι, πνιγμένοι σε τύψεις, κάποτε βίαιοι, γκροτέσκο και κυρίως αληθινοί, άνθρωποι που βρίσκονται γύρω μας. Άνθρωποι σαν εμάς, ίσως εμείς.

Ο Μαλόρης γράφει σαν κινηματογραφικό μάτι για να θυμηθούμε τον Βερτόφ και την κάμερα – μάτι που εισήγαγε στην τέχνη, καταγράφοντας την πραγματικότητα, κι αυτό ακριβώς αισθάνομαι ότι κάνει, δεν την αναπαριστά. Οι ιστορίες του συνιστούν φωτογραφικά στιγμιότυπα διαρκείας. Τα διηγήματά του εκτείνονται σε μιάμιση μέχρι δέκα σελίδες το καθένα κι αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης ότι είναι συνειδητή η προσπάθεια να πει αυτό που θέλει με όσο το δυνατόν λιγότερες λέξεις. (Σημειώνω «Το σπίτι»,που αποδόθηκε σε 340 περίπου λέξεις και τη «Λεζάντα» σε 270).

Διαβάζοντας το βιβλίο είχα συνέχεια την εντύπωση ότι έβλεπα ταινία του Jarmuch ή των αδελφών Κοέν με ασύνδετες μεταξύ τους ιστορίες που θα καταλήξουν κάποια στιγμή να συγκροτούν όψεις της ίδιας εμπειρίας. Ένα αντεστραμμένο είδωλο ο ένας για τον άλλο. Η σκληρότητα των χαρακτήρων στα διηγήματα της συλλογής αποτελεί κατά τη γνώμη μου όψη του πόνου, αφού η συλλογή είναι γεμάτη ειρωνεία, σαρκασμό, χιούμορ συχνά μαύρο, που δένει αντιστικτικά με την τρυφερότητα και τη νοσταλγία. «Η ειρωνεία εξοργίζει» γράφει ο Κούντερα στην Τέχνη του Μυθιστορήματος, «όχι επειδή κοροϊδεύει ή επιτίθεται αλλά επειδή μας στερεί από βεβαιότητες αποκαλύπτοντας τον κόσμο ως αμφισημία.» Πώς επιτυγχάνεται όμως η αναγνωρίσιμη πια ειρωνεία του Μαλόρη;

Κυρίως λόγω θεματικής. Μικροκομματισμός, ίντριγκες, διαπλοκές, κοινωνική και πολιτική διαφθορά, κενοδοξία, ηθικισμός, καθωσπρεπισμός. Πώς να μιλήσει γι’ αυτά ο σκεπτόμενος άνθρωπος και να μην θλιβεί; Ο συγγραφέας τα καταγγέλλει με την ευφυή δηκτικότητα του ανθρώπου που γνωρίζει ότι ο κόσμος αλλάζει αργά και εκ των ένδον. Εξάλλου, εκείνο που τον προβληματίζει δεν είναι ο έρωτας αλλά ο ηδονισμός, δεν είναι η σχέση αλλά η εξορία, δεν είναι η επιβίωση αλλά η παγίδευση.

Το επιτυγχάνει επίσης με το γλωσσικό του ύφος. Δεν είναι τυχαία η χρήση της καθαρεύουσας και τα διάσπαρτα επιρρήματά της (αναφανδόν, στάγδην, συλλήβδην) ενώ μιλά για ένα σκυλί ή έναν πολιτικάντη. Αυτή η εμβόλιμη διανοουμενιά εντείνει την μάγκικη καθημερινότητα στην οποία νομίζουν ότι ζουν οι ήρωές του. Σημειώνω το διήγημα «Κατάθεση του Σλίμαν» όπου ολόκληρο σχεδόν το κείμενο -γραπτή κατάθεση του αρχαιολόγου- αφήνει τον αναγνώστη με ένα πικρό χαμόγελο.

Τα άψυχα αντικείμενα επίσης που συνιστούν μετωνυμίες της εκάστοτε ψυχικής διάθεσης ή ασυνείδητης παρόρμησης των ηρώων αποτελούν φορέα αυτής της κυνικής σκωπτικότητας. Απλωμένες πετσέτες, το ποδήλατο του θείου Σωκράτη πριν τον ήσυχο θάνατό του, το μαντίλι με τις μύξες, το ερειπωμένο σπίτι, ο ασφυκτικός διάδρομος, το φρικτό χαρτομάνι, το τηλέφωνο που λειτουργεί ως αφύπνιση μνήμης, οι τρίχες στη μύτη μιας ωραίας κατά τα άλλα γυναίκας, η τρύπια κάλτσα λίγο πριν την αυτοχειρία, το δάχτυλο μέσα από την τρύπα που σαν άλλο κεφάλι προβάλλει απροκάλυπτα, σχεδόν χυδαία, προκλητικά, και ενοχλεί τη συνείδηση ξύνοντας τα φτιασίδια της παγιωμένης μας αντίληψης για τον κόσμο, στοιχεία-φορείς όχι ανάμνησης, αλλά ανάσυρσης εμμονών, ανόητα προσχήματα, αυτά που ευθέως καταγγέλλει ο συγγραφέας.

Η υπερβολή, η ματαίωση, η προσήλωση στην ακαριαία ελάχιστη στιγμή και η ευστοχία αναδεικνύουν την άλλοτε υποφώσκουσα και άλλοτε εύληπτη και ολοφάνερη ειρωνεία του. Η τρελή αγελάδα που σπάει τη βιτρίνα (προσέξτε!) εκδοτικού οίκου (τυχαίο;), η Γεωργία που έγινε Γιώργος μετεγχειρητικά με έξοδα του υπουργείου (η οποία σημειώστε προσδοκά σε μεγαλύτερο πέος), «όλα τα γερασμένα απομεινάρια της ζωής που ξέρω μαζεύουν γύρω τους ό,τι φανταστείς», η αρθρίτιδα με την οποία έχει υπογράψει σύμφωνο συνεργασίας και εκατέρωθεν ανοχής μια γυναίκα ταλαιπωρημένη λίγο πριν τον θάνατό της, η εμμονική παρατήρηση και αρίθμηση των κομμένων μελών της Γκουέρνικα, γραβάτα κοντή σε σχήμα ψόφιας πέστροφας και τόσα άλλα.

Παρ’ όλα αυτά, τίποτε δεν είναι αστείο. Τουναντίον. Είναι τραγικά πικρό το αποτέλεσμα όλης αυτής της ειρωνείας. Πρόκειται για μια σχεδόν παρανοϊκή αλληλουχία εικόνων, αγωνίας, ματαιωμένων επιθυμιών και βασανιστικής μνήμης που ξεχύνονται μέσα από το ασυνείδητο θαρρώ του αναγνώστη. Και βεβαίως ο φόβος. Εκεί «όπου ο πόνος δεν έχει όρια» (σ. 43) και «το χαμόγελο-μάσκα, σε μια ατμόσφαιρα αμιγώς εμετική», (σ. 37) και οι θόρυβοι της μνήμης (σ. 15) γίνονται μαρτύριο αφού το μόνο που διατηρούμε είναι το σχήμα (σ. 31). Το δωμάτιο αδειάζει, οι ήρωες πεθαίνουν ή σιωπούν ή υποτάσσονται ή αποβάλλονται από το αποδεκτά κοινωνικό σώμα.

Ο Ιονέσκο λέει ότι λίγα πράγματα χωρίζουν το φρικαλέο από το κωμικό. Στην «Εκκαθάριση Προσωπικού» ο αναγνώστης θα μπορούσε να είχε γελάσει αν δεν υποψιαζόταν την αδιέξοδη τραγικότητα των προσώπων, αν δεν αντιλαμβανόταν την πρόθεση του συγγραφέα να ξεγυμνώσει τις αμαρτίες από τις προφάσεις, γράφοντας ακριβώς γι’ αυτές τις προφάσεις. Τα κυρτωμένα σώματα γριών μπορεί να σε συνθλίβουν και να σε ζεσταίνουν ταυτόχρονα. Κι από την άλλη, η αγωνία και ο ίλιγγος μπορούν να σε διαλύσουν ή να σε λυτρώσουν μέσα από μια σωτήρια αναζήτηση απόδρασης. «Κι ο ποιητής; Πού είναι στ’ αλήθεια ο ποιητής;»

Με την ειρωνεία δεν λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους, τα ξεμπροστιάζουμε ενώ το στόμα μας πικρίζει ανελέητα. Μας πονάει γιατί εμείς οι ίδιοι αποτελούμε μέρος και στόχο της. Στην «Εκκαθάριση» είναι δύσκολο να μην αναγνωρίσεις άτομα που κινούνται και δρουν γύρω μας. Ίσως και ψήγματα του εαυτού μας. Αυτού του καλά κρυμμένου που δεν τον βγάζουμε βόλτα αβασάνιστα. Οι ήρωές της αναζητούν απεγνωσμένα διαφυγή. Όπως όλοι μας.

 Η συλλογή διηγημάτων «Εκκαθάριση Προσωπικού», του Αντρέα Μαλόρη, κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Παράκεντρο.

 Νένα Φιλούση