«Ερωτα στον θανο!»

Κάθε φορά που εκείνος συνοψίζει
με εύστοχη αδεξιότητα
κάποιου άλλου την εκδημία,
κάθε φορά που εκείνος τσιλημπουρδίζει
εύχαρις σε ύστατα χαίρε

 

εσύ προσγειώνεσαι στη δική μου
Γκουαντάναμο.
Εκεί όπου πλαστογράφησα την ηδονή
σε αθανασία.

 

Συσκοτίζεις όμως αναπάντεχα
το εορτάζον σώμα
κι επιστρέφεις πίσω.
Ζήτημα αν προλαβαίνω κάθε φορά,
λίγο από το τρανταχτό σου γέλιο
στις άκρες των δακτύλων.

 

Γιατί χωρίς εσένα
είμαι τα λαχανιασμένα βήματα
στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού, καραβάνι που βουλιάζει
στην έρημο του Σουδάν, διανυκτερεύον φαρμακείο
στα πόδια των Άνδεων.

 

Γιατί με σένα
αποκτά φωνή ο κωφάλαλος κόσμος.

 

Γιατί με σένα
σε απλά μαθηματικά, το χάος αποκτά
αρχή
μέση
και τέλος.

 

 

Να παραμένεις αδιάσπαστος
υπό τους ορυμαγδούς
τόνων ερημιάς

 

και να σε θρυμματίζει
ξαφνικά
ο κόκκος άλλης ματιάς.

 

Όταν το άλλο σώμα
καταλύεται
σαν κουφέτο στην Ανοιξιάτικη βροχή

 

κι εσύ αρκείσαι
στην ακρόαση της αφής του.

 

 

Καιρός να υποκινήσεις κι εσύ
μια συνομωσία,
προδομένη έστω.

 

Ως πότε να ‘σαι υπάκουος υπήκοος
του θανάτου;
Ως πότε;