ΩΡΑ ΕΚΤΗ ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ, ΤΕΛΗ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ. ΕΞΩ ΝΑ ΣΚΑΕΙ ακόμη ο τζίτζικας κι εγώ να ’μαι αραχτός στο μπαλκόνι για μια ακόμη χιλιετηρίδα. Το σούρουπο στην αίθουσα αναχωρήσεων, όρθιο με τις βαλίτσες στο χέρι, επιβιβάζεται στην πρώτη βραδινή πτήση και τα χελιδόνια σε μια ύστατη προσπάθεια παίρνουν φόρα και χιμάνε ακάθεκτα μέσα στ’ αυλάκια των στοχασμών, τιτιβίζοντας με πρωτόγνωρη θρασύτητα. Γεμίζει ο αέρας φλύαρες φιγούρες και στοιχειά παραληρήματος, όπως τις σκέψεις που κυματίζουν μέσα στους ζεματιστούς γιαλούς μεταμεσημεριάτικου ύπνου. Τις σκέψεις του αγγέλου, λόγου χάρη, στ’ απέναντι μπαλκόνι, που ’θελε να τον φωνάζουν Απόλλωνα. Σκάει ο τζίτζικας. Λάθος, OΙ ΤΖΙΤΖΙΚΕΣ!
Κάθομαι και σκέφτομαι: οι πρώτοι τζίτζικες κάναν την εμφάνιση τους φέτος απ’ το Μάη. Κι έχουμε και λέμε: Mάης, Ιούνης, Ιούλης, Αύγουστος, όλοι μαζί μας κάνουν εκατονείκοσι μέρες περίπου. Για εκατονείκοσι μέρες με βασανίζουν…αλήθεια πόσοι τζίτζικες; Aν σκεφτεί κανείς, πως γαντζωμένος σε κάθε τοίχο, απλωτός σε κάθε περβάζι, κρυμμένος μες στα μαλλιά της κάθε ωραιοπαθούς γλάστρας, καθιστός σε κάθε κλαδί δέντρου, αγκαλιά με κάθε ξέσκεπο υδροσωλήνα ακόμη και πίσω από κάθε κουρτίνα του μυαλού, βρίσκεται κι ένας τζίτζικας που σου πιρουνιάζει τη διάθεση, τότε νάσου τ’ απίστευτο κι όμως αληθινό, νάσου πώς μπαίνεις στο «Guinness Book of Records»: με εκατόν τόσες χιλιάδες τζιτζίκια υπό μάλης να τρέχεις να προλάβεις την εγγραφή του ρεκόρ σου στη Νέα Υόρκη. Και ν’ αφήνεις σύξυλο στ’ απέναντι μπαλκόνι τον άγγελο που ’θελε να τον φωνάζουν Απόλλωνα, έρμαιο, καθώς τ’ αξίζει, μέσα στο δικό του παραλήρημα. Κάτι όμως αλλάζει τις τελευταίες μέρες στους τζίτζικες που με περιβάλλουν. Το τζιτζίρισμά τους παίρνει, μέρα με τη μέρα, έναν υπερβολικά μονότονο ρυθμό – κάτι σαν μπαρόκ μουσική κολλημένη σε μακρόσυρτο αντάντε – που διαχέει μια νωθρότητα απόκοσμη σ’ οτιδήποτε εμπίπτει στην εμβέλεια τους: στον αέρα που φυσά και δε φυσά, στα ήδη πετρωμένα φύλλα των δέντρων, στα πουλιά που παγώνουν σ΄ ατέρμονα βολ πλανέ και προπάντων στους άλλους γύρω μου, που δε βλέπουν… ό,τι βλέπω. Αλλά γιατί αυτή η βαριεστιμάρα στους τζίτζικες τελευταία ; Και ποιος είναι ο άγγελος στο απέναντι μπαλκόνι που ’θελε να τον φωνάζουν Απόλλωνα; Ποια είναι η βιβλική τούτη μορφή, που απ’ το δικό μου μπαλκόνι, για μια ακόμη χιλιετηρίδα, βλέπω αραγμένη στην ίδια ατάραχη θέση στο ειδικό επί τούτου ανάκλιντρο; Πώς μου προέκυψε εμένα τούτος ο άγγελος;
Η κοσμογονική λαίλαπα, που συνόδευε την άφιξη του αγγέλου, ταρακούνησε συθέμελα ολόκληρο το νησί, αλλά πες ο διάχυτος τηλεοπτικός αφιονισμός, πες το ξεκλήρισμα των αυτοχθόνων ιθαγενών λόγω διακοπών, το γεγονός πέρασε σχεδόν απαρατήρητο μέχρι την άλλη μέρα το πρωί. Από την άλλη, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης προσπάθησαν σκόπιμα, απ’ την πρώτη κιόλας στιγμή, να υποβαθμίσουν την είδηση. Ίσως και να διαισθάνονταν στην εμφάνιση του αγγέλου και κάποιου είδους απειλή. Την άλλη μέρα όμως το νησί βούιζε από διαδόσεις όπως υποχθόνιο τράνταγμα, που δε λέει να κοπάσει παρά τις προσευχές του αλαφροΐσκιωτου πλήθους.
Εκπρόσωπος του Ανώτερου Τεχνολογικού Ινστιτούτου δήλωνε πως επρόκειτο μάλλον για μετεωρίτη, που σε μια κρίση σεληνιάσματος εισήλθε άθελα του στη γήινη ατμόσφαιρα. Σπινιάροντας ιλιγγιωδώς πέρασε φρενοβλαβής μες απ’ την τρύπα του όζοντος- κάπου κει ψηλά πάνω από την Ανταρκτική- μπήκε ανίδεος στην ατμόσφαιρα, μα η θερμή υποδοχή του αέρα του ’καψε τη μούρη. Ήταν μια εύλογη εξήγηση για την καλοκαιριάτικη κείνη αστραποφεγγιά. Άλλοι λέγανε πως, απ’ τις εσχατιές του σύμπαντος, μια μαύρη τρύπα μη αντέχοντας ούτε η ίδια την τεράστια έλξη που ασκούσε στα ουράνια σώματα και στα γήινα αργόσχολα μυαλά – προπάντων του Stephen Hawking – αφού πήρε βαθειά εισπνοή, άρχισε μια μέρα να φτύνει πίσω όλα όσα για χρόνια της καταμαρτυρούσαν οι άνθρωποι. Μέρος του σάλιου της διήλθε στην ατμόσφαιρα και νάσου η μυστήρια κείνη λάμψη. Η δεύτερη εκδοχή ήταν κι η πλέον παραδεκτή. Σε λίγο η κάθοδος του αγγέλου, που ’θελε να το φωνάζουν Απόλλωνα, ξεχάστηκε απ’ όλους εκτός από μένα. Γιατί εγώ ήξερα. Επειδή είδα. Θα ’ταν αρχές Ιουλίου…
Θα ’ταν αρχές Ιουλίου, ώρα δεκάτη νυχτερινή. Η βραδιά ζεματισμένη ακόμη απ’ τον υπερβολικό ζήλο του Αρχιμάγερα ήλιου, δροσιζόταν γλείφοντας λαίμαργα το δροσερό βοριαδάκι, που κατέβαινε με τελεφερίκ απ’ την οροσειρά του Τροόδους. Για τη Λουκία, του διαμερίσματος στ’ απέναντι μπαλκόνι, τίποτα δεν προμηνυόταν διαφορετικό απ’ ότι είχε συνηθίσει τα τελευταία τετρακόσια εικοσιπέντε χρόνια. Με τη μαγική συνταγή καθαρισμού, που περιλάμβανε τρεις κουβάδες νερού κι ένα σφουγγαρόπανο μουλιασμένο μέσα στα ρηχά αστικά της όνειρα, καθάρισε το μπάνιο, τη κουζίνα το χολ και την κοινωνική της καταξίωση. Για το μπαλκόνι ειδικά χρησιμοποίησε το ειδικό υγρό καθαρισμού «Μπαλκονόξ», δηλαδή υγρό μόνο για μπαλκόνια, που ξεφυσούσε τις βιολογικές του φυσαλίδες όπως ο «Magic Dragon» των «Peter, Paul and Mary»:
Paf, paf the magic dragon down by the sea, paf, paf the …
Αλλά φευ! Το μπαλκόνι μουλάρωσε. Δε δεχόταν με τίποτα ν’ αποβάλει τη βρώμικη του επιδερμίδα. Τσάκωσε τότε η Λουκία δυο αδέσποτες νυχτερίδες, που σουλατσέρνανε μες στο σκοτάδι της ανασφάλειας της σ’ επικίνδυνες πτήσεις ζικ-ζακ, ζικ-ζακ, στο πι και φι τις εκπαίδευσε – τυφλές αυτές, βρήκαν να ’χει το μυαλό της Λουκίας την ίδια πυκνότητα με τον αέρα – και πάλι ζικ-ζακ, ζικ-ζακ, επί εδάφους αυτή τη φορά, κάναν το μπαλκόνι απ’ άκρου σ’ άκρο λαμπίκο. Του βραδινού ντους είχε προηγηθεί το κόψιμο του καρπουζιού, έτσι ώστε να το βρει έτοιμο ν’ αναπνέει, καθώς θα ’βγαινε απ’ το μπάνιο. Γι αυτό, πριν μπει στο μπάνιο, μ’ ένα μαχαίρι «Richardson and Sheffield» από ανοξείδωτο χάλυβα κατέσφαξε τον γκριζοπράσινο καρπουζομπουμπούνα που καθόταν μετά και την κοίταζε σαν χάνος, μες απ’ τις δυο αναπάντεχες κατακόκκινες οπτικές του γωνίες. Τα σιδερωμένα ρούχα φόρεσαν τα σώματα του χαμένου χρόνου και βολεύτηκαν, για μια ακόμη νύχτα, στη ντουλάπα. Τα παιδιά βυθισμένα από νωρίς στη ζεστή ψάμαθο της ανώριμης ουτοπίας ταξίδευαν. Στο μπαλκόνι της κουζίνας το σκυλί βαλσαμωμένο σε στάση μόνιμης εφόρμησης, αλυχτούσε μέσα στον ύπνο του. Ώρα δέκα και δέκα νυχτερινή και το τοπίο ξαφνικά αλλάζει. Μες από τ’ αόρατο ξεδιπλώνεται εκτυφλωτικά γαλάζια λάμψη, που εκτινάσσει στα ύψη την ανιαρή όψη των πραγμάτων. Από το πηγάδι της επουράνιας αυτής φωτοχυσίας αναβλύζει μια μορφή ανδρός. Κατεβαίνει καθισμένος σε στάση τέλειας άνεσης, συγκρατημένος απ’ αόρατα νήματα, που εκτείνονται μέχρι τα ιδιαίτερα διαμερίσματα των Χερουβείμ και Σεραφείμ. Κατεβαίνει μια μορφή αγγελική, η μορφή του αγγέλου που ’θελε να τον φωνάζουν Απόλλωνα: Απόλλων ο πεπτωκώς άγγελος. Απ’ την πρώτη μέχρι την τελευταία στιγμή είχε το ίδιο μπλαζέ ύφος. Η βαριεστιμάρα του πληρούσε και τις τελευταίες ίνες των αγγελικών του καταβολών τόσο πολύ που εκτεινόταν κι έξω απ’ το σώμα του μέχρι ακόμη και τους τζίτζικες. Κατ΄ αρχάς η στάση της καθόδου του ήταν τέλεια μελετημένη απ’ τον Πλαστουργό. Λες και προερχόταν κατ’ ευθείαν από το επουράνιο εκμαγείο των σωμάτων, το σώμα του είχε κείνη την αδιασάλευτη κι απολιθωμένη στάση που ’χουν μόνο οι αυθεντίες στ’ αραλίκι: Σε ημικατακεκλιμένη θέση τα δυο του χέρια ανασηκωμένα έδεναν τέλεια μεταξύ τους πίσω απ΄ το κεφάλι, η οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης σε θέση ελαφράς λόρδωσης, τόσο όσο που να κρατά μακριά κάθε πιθανότητα λουμπάγκο κι η κοιλιά του, τέλειος κόλουρος κώνος, μονίμως να προεξέχει πιο πάνω απ’ το στήθος. Αμ τα πόδια του! Παρά τη φανερή τους δυσανάλογη ατροφία σε σχέση με τον πληθωρικό του κορμό, διασταυρώνονταν εν ανέσει και εκτάσει στην περιοχή των αστραγάλων, με πλήρη διαίσθηση του μεγαλείου της προσφοράς τους στην ξάπλα του αγγέλου, που ’θελε να τον φωνάζουν Απόλλωνα. Καθώς ο άγγελος έπεφτε – κομφετί σε μπαλκόνι μουντής εθνικής γιορτής – το σκυλί στο μπαλκόνι της κουζίνας ανασκίρτησε μέσα στη φορμόλη της ταρίχευσης του και βάλθηκε να κυνηγάει κάτι λαγούς με τεράστια πόδια που χραπ-χραπ, καταβρόχθιζαν την απόσταση απ’ την πραγματικότητα στ’ όνειρο και ξανά πίσω χραπ-χραπ, από το όνειρο στην πραγματικότητα. Την ίδια ακριβώς αμηχανία ένιωσε κι η Λουκία σαν είδε το θεόσταλτο σώμα, αργά-αργά αλλά σταθερά, να ετοιμάζεται να προσγειωθεί στο καταυγάζον μπαλκόνι της. Ο χώρος ήταν μεν αρκετός, αλλά η στάση του σώματος τέτοια, που μ’ οποιοδήποτε τρόπο κι αν προσγειωνόταν ο άγγελος θα πλήγωνε την κατασκευή του σε τέτοια ευαίσθητα σημεία, που θα της ήταν μετά δώρον άδωρον. Γι αυτό η Λουκία, ίσως κάτι απίστευτο γι αυτή, σκέφτηκε πρακτικά και γρήγορα. Έπρεπε πάση θυσία να διαφυλάξει ακέραιη την επουράνια τούτη δωρεά. Ο καναπές, στην αριστερή γωνιά τού μπαλκονιού, έδινε την πιο πρόχειρη, αλλά και την πλέον ενδεδειγμένη υπό τας περιστάσεις λύση. Αν και πολυκαιρισμένος – κειμήλιο της γιαγιάς της λίγο πριν αυτή πεθάνει – απαύγαζε μες απ’ το εμπριμέ του σκέπασμα μια μαζούρκα από χρώματα που οδηγούσαν τον παρατηρητή κατευθείαν στις αίθουσες χορού παλιών ρομαντικών εποχών. Έτσι ο σοφάς αυτός, εκτός από τέλειο ανάκλιντρο για τον άγγελο, θα ’ταν και για τη Λουκία ο καλύτερος τρόπος για να καλύψει τις κακόγουστες αποχρώσεις, που εξέπεμπε ο ψευτομοντερνισμός της μικροαστικής της καταγωγής.
Η γιαγιά της Λουκίας όμως ακόμη και μετά το θάνατό της αντιδρούσε βάναυσα σ’ όποιον τολμούσε να κάνει χρήση του ανάκλιντρου της. Κρυμμένη κάτω απ’ τον καναπέ πετιόταν την κατάλληλη στιγμή και μ’ ένα σκουπόξυλο έτρεπε σε φυγή και τα πιο κουρασμένα οπίσθια. Η Λουκία αντιπαρήλθε τα γεροντίστικα καμώματα, δελεάζοντάς την μ’ ένα τελευταίου τύπου κλύσμα κι η γιαγιά εξαφανίστηκε, άπαξ και δια παντός, στο λουτροκαμπινέ. Υπολογίζοντας λοιπόν σωστά, τις αποστάσεις και τις γωνίες καθόδου, η Λουκία μετακίνησε τον καναπέ σε τέτοια θέση, έτσι ώστε το έπιπλο να ταιριάζει απόλυτα με τη στάση του αγγέλου, καθώς θα προσγειωνόταν. Φόρεσε μετά, στ’ άψε σβήσε, την κρεμεζί της εσθήτα, και ξαναμμένη υποδέχτηκε τον Απόλλωνα με προτεταμένα τα χέρια κι ανοικτές τις απαλάμες, όπως διψασμένο σώμα το ερωτικό πρωτοβρόχι. Απαλά απαλά, σε slow motion, ο άγγελος σε λίγο εφάρμοζε πρώτα στα όνειρα της Λουκίας και μετά στο ειδικό επί τούτου ανάκλιντρο. Ο άγγελος ήταν όμως γυμνός κι η Λουκία δεν ήταν και καμιά σουφραζέτα της γειτονιάς. Εξάλλου η θέα του γυμνού σώματος ήταν εικόνα που εμφανιζόταν, πάντοτε σόλο, μόνο στις ερημικές παραλίες των ονείρων και στις στεγνές λίμνες του ερωτισμού της. Και μετά τι θα ’λεγε ο κόσμος; Γι αυτό, πρώτο της μέλημα ήταν να καλύψει τον άγγελο της με ρούχα ανθρώπινα και μάλιστα σύντομα, γιατί σαν να ’νιωσε και κάποιο ύποπτο ρίγος στις σκέψεις της, καθώς ακουμπούσε τον άγγελο στους μηρούς. Εκείνη η φανέλα, η ξεχασμένη στη ντουλάπα…
Η ιστορία της φανέλας εκείνης ξεκινά την επαύριον της Τουρκικής εισβολής στο νησί, κάπου τρεις χιλιάδες τόσα χρόνια πριν. Οι βιομηχανίες του τόπου, θέλοντας να συνεισφέρουν κι εκείνες στον αγώνα, επιδαψίλευσαν στο λαό όσα είδη πρώτης ανάγκης διέθεταν, ανάμεσα τους και τις περίφημες τότε ανδρικές φανέλες «Απόλλων». Μια τέτοια ξέμεινε και στην ντουλάπα της Λουκίας, αχρησιμοποίητη, γιατί ντεμοντέ, αλλά η μανία της Λουκίας να μην πετάει τίποτα την διατήρησε σχεδόν αναλλοίωτη στη ζωή. Ήταν οι φανέλες εκείνες ένα πολύ περίεργο είδος εσώρουχου. Ενώ οι διαφημίσεις ισχυρίζονταν ασύστολα ότι απορροφούσαν πλήρως τον ιδρώτα, εν είδει αδηφάγου σιφωνίου, εν τούτοις ήταν κατασκευασμένες σχεδόν αποκλειστικά από πλαστικό Polyester. Τα δε σχέδια, που τις κοσμούσαν, έμοιαζαν να ’ναι φρεσκοβγαλμένα απ’ τον αργαλειό θεόστραβης γεροντοκόρης: τεθλασμένες λουρίδες χρωμάτων, μωβ, τουρκουάζ, πορτοκαλί, και ώχρας διασταυρώνονταν σ’ οποιοδήποτε σχήμα ήθελε να βάλει ο νους του ανθρώπου. Καμιά φορά άμα τις τέντωνες κατά λάθος και μετά, απρόσεκτος εσύ, τις άφηνες απότομα να επανακάμψουν, σε βάραγαν τόσο δυνατά με το λάστιχό τους στο γυμνό σου το κορμί, που οι κραυγές σου ακούγονταν μέχρι τα Ιμαλάϊα! Ψηλά πολύ ψηλά, στη ραχιαία τους όψη, εκεί που σου ’γδερναν το σβέρκο καθώς τις φόραγες, βρισκόταν καλοραμμένη – μη χάσουμε – η ετικέτα του εργοστασίου με το ευδιάκριτο όνομα «Απόλλων». Καθώς η Λουκία του φόραγε τη φανέλα, ο άγγελος πρόσεξε αμέσως την ετικέτα και ζαλισμένος ακόμη απ’ το μακρινό ταξίδι- πράγμα πολύ φυσικό για έναν άγγελο – είδε στην ετικέτα εκείνη το δικό του όνομα : «Απόλλων». Το ίδιο είδε κι η Λουκία. Να γιατί ο άγγελος στ’ απέναντι μπαλκόνι ήθελε να τον φωνάζουν Απόλλωνα. Την άλλη μέρα έγινε κι η πρώτη διαπίστωση: O Απόλλωνας δεν άλλαζε ποτέ θέση, έμενε προσκολλημένος στην ίδια στάση, μέρα-νύχτα. Στην αρχή η Λουκία θέλησε να τον δελεάσει γαστριμαργικά, γι αυτό του ’φτιαξε το πρώτο μεσημέρι γιουβέτσι και για βραδινό το σπεσιαλιτέ της: πατάτες τηγανητές μ’ αυγά. Τίποτα όμως. Kαμία συγκίνηση ο Απόλλων: Παρέμενε ασάλευτος στ’ ανάκλιντρο, κατακεκλιμένος στην ίδια πάντοτε γωνία κλίσης των εικοσιπέντε μοιρών. Πλησιάζοντάς τον πιο κοντά η Λουκία έκανε και τη δεύτερη διαπίστωση: O Aπόλλωνας, λες κι είχε λαξευμένη κατατομή, διατηρούσε πάντοτε την ίδια έκφραση στο πρόσωπο. Mε ολάνοιχτα μάτια κοίταζε διαρκώς λοξά προς τα πάνω, εκεί που θεωρητικά θα ’πρεπε να βρίσκεται η τηλεόραση, μόνο που το διαμέρισμα δε διαθέτει τηλεόραση εδώ και πολλά χρόνια. Γι αυτό η Λουκία, πλησιάζοντας τον καθρέφτη του χολ, πήρε από μέσα την προ εικοσαετίας υδραργυρική της μορφή – όση χωρούσε στις ζαρωμένες χούφτες της – κι επιστρέφοντας πίσω την άπλωσε μπρος στα μάτια του, ν’ αργοσαλεύει λίγη περιπέτεια μες στο τέλμα του μυαλού του. Επειδή όμως κάποια κίνηση θα ’πρεπε να φαίνεται στη στάση του Απόλλωνα- ένεκα οι γείτονες και «τι θα πει ο κόσμος» – η Λουκία σοφίστηκε το εξής: ανά δίωρο να επανατοποθετεί το σώμα του Απόλλωνα κατά τέτοιον τρόπο, που οι καινούργιες του στάσεις ν’ ακολουθούν τη φυσική αλληλουχία, που έχουν οι κινήσεις ενός καθωσπρέπει αστού, καθώς αυτός οδεύει σταδιακά από την εγρήγορση στην αποχαύνωση κι από κει στον ύπνο. Ώρα, λοιπόν, εβδόμη απογευματινή. Ο Απόλλωνας διακρίνεται μες από τα κάγκελα του μπαλκονιού μου, να κάθεται με την πλάτη σ’ όρθια θέση και να παρακολουθεί μ’ έκδηλο ενδιαφέρον την προ εικοσαετίας υδραργυρική μορφή της Λουκίας, καθώς αυτή, πεπεισμένη για το αιώνιο της νεότητάς της, καθαρίζει ανύποπτη φασολάκι. Ώρα ενάτη νυχτερινή. Ο Απόλλωνας, σε κατακεκλιμένη θέση σαρανταπέντε μοιρών, έχει τα πόδια ελαφρώς ανασηκωμένα προς τα πάνω, έτσι ώστε οι φτέρνες ν’ ακουμπούν στα γόνατα της Λουκίας. Κοιτάζει επίσης λιγάκι πιο ψηλά, εκεί που βρίσκεται το κεφάλι της Λουκίας, καθώς αυτό αρχίζει να διαχωρίζει τη θέση του απ’ το σώμα της, που τελευταία όλο και την προδίδει. Ώρα εντεκάτη νυχτερινή.O Απόλλωνας, σε ημικατακεκλιμένη θέση εικοσιπέντε μοιρών, φαίνεται να γέρνει το κεφάλι προς το στήθος, τα χέρια του καθώς πέφτουν, γλιστρώντας αργά-αργά προς στο δάπεδο, ακουμπούν στα παγωμένα μάρμαρα των σεξουαλικών ορμών της Λουκίας, εκεί που δεν υπάρχει πλέον καμία ελπίδα. Ώρα μια πρωινή. Το σώμα του Απόλλωνα βρίσκεται τώρα στο πάτωμα, με το κεφάλι βυθισμένο μέσα σε κάτι που μοιάζει με όνειρο. Διακρίνονται καθαρά μόνο οι πατούσες του, καθώς αυτές βυθίζονται στον αντεστραμμένο βυθό της πραγματικότητας. Ώρα μια και δέκα πρωινή. Εγκαταλείπω το μπαλκόνι, πηγαίνω επιτέλους για ύπνο. Με το πρώτο μου βήμα όμως νιώθω κάτι παράξενο να συμβαίνει: έξω οι τζίτζικες ξυπνάνε και πριν ακόμη φτάσω στο κρεβάτι, αρχίζουν ξέφρενο τζιτζίρισμα μες στο πηκτό σκοτάδι, κανένας ήχος βαριεστιμάρας, το πιο τρελό κρεσέντο της ζωής μου! Τους αγνοώ.
Βγάζω τα ρούχα, σβήνω το φως και πέφτω πίσω χαλαρός στ’ αγαπημένο μου μαξιλάρι, μα νιώθω κάτι σαν… γδάρσιμο ψηλά στο σβέρκο κι ανατριχιάζω. Ανάβω το φως και κοιτάζω με τρόμο: Στη φανέλα μου ψηλά, πολύ ψηλά, εκεί που ακουμπά στο σβέρκο, βλέπω στην καλοραμμένη της ετικέτα τ’ όνομα…«Aπόλλων»!