«ΤΩΡΑ ΗΔΗ ΘΑ ΞΕΡΕΙ», ΣΚΕΦΤΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗ γυναίκα του ο μόλις πτωχεύσας κτηματομεσίτης Πέτρος Μανδραγορίτης, καθώς οδηγά την παντός καιρού Porsche Cayenne μέσα στο απόβραδο, επιστρέφοντας σπίτι. Στο διπλανό κάθισμα απλώνεται ένα τρύπιο σωσίβιο, το τελευταίο σωτήριο αγοραπωλητήριο έγγραφο που δεν υπογράφηκε ποτέ. Ψηλαφά ξανά το ντοσιέ με το ελεύθερό του χέρι κι από μέσα αισθάνεται τώρα τον αχό ενός τσουνάμι που πλησιάζει.
Στο προαύλιο σβήνει τη μηχανή, απλώνει το πόδι να κατέβει και τη νιώθει: Την τρύπα στην κάλτσα, κει που βγαίνει το μεγάλο δάκτυλο, στο δεξί. Ξαφνιασμένος κουνάει το πόδι πάνω-κάτω και περιστρέφοντας τον αστράγαλο αποπειράται να επαναφέρει το δάκτυλο μέσα. Μάταια. Πριν φτάσει μάλιστα στην είσοδο, βήμα με βήμα το χάσμα στην κάλτσα μεγαλώνει και το νύχι, που είναι πια γυμνό, χαράσσει στη σκέψη του κάτι ανατριχιαστικό και τελεσίδικο. Ανεβαίνει τα σκαλιά σχεδόν στο ένα πόδι. Έξω απ’ την πόρτα δεν αντέχει άλλο, ακουμπάει στον τοίχο και λυσσαλέα ξανακουνάει πέρα-δώθε το παπούτσι. Νιώθει λίγο καλύτερα, πατάει γερά, απλώνει όμως το πόδι για να μπει και το δάκτυλο, κάμπτοντας και τις τελευταίες αντιστάσεις του λαστέξ, περνά ολότελα έξω.
Το χολ είναι σκοτεινό. Η γυναίκα του δεν τον περιμένει. Το λιγοστό φως που κατακάθεται στους τοίχους αναβλύζει απ’ το βάθος του διαδρόμου. « Θ α ’ χ ε ι ξ α π λ ώ σ ε ι , γ ι α τ ί ή δ η ξ έ ρ ε ι » , σκέφτεται και πάλι ο Πέτρος Μανδραγορίτης, καθώς ανοίγει σιγά
EKKATHRISI PROSOPIKOU-S1d-new:As rotages-S1DDD-FINAL 11/14/12 11:24 AM Page 83
84 ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΛΟΡΗΣ
σιγά την πόρτα του υπνοδωματίου. Πλησιάζει, κάθεται στο κρεβάτι, χαλαρώνει τη γραβάτα, λύνει τη ζώνη, σκύβει, βγάζει το δεξί παπούτσι και αντικρίζει για πρώτη φορά διά ζώσης την τρύπα. Το μεγάλο δάκτυλο έχει όντως εξευτελίσει τα οχυρά της κάλτσας. Το ανεβοκατεβάζει νευρικά, μα δεν είναι πια δικό του: Είναι το κεφάλι μιας χελώνας που τον φτύνει.
Κείνη ακριβώς τη στιγμή εκείνη ξυπνά. Ανακάθεται, κοιτάζει κάτω το θέαμα, ανασηκώνει το βλέμμα κι η ματιά της συναντά τη δικιά του:
«Μια τρύπα στο νερό πάλι, ε!», του λέει.
Ο Πέτρος Μανδραγορίτης δεν απαντά. Σηκώνεται, σέρνει το γυμνό πόδι με το ζόρι σαν λαβωμένο αγρίμι ίσαμε την πόρτα, ανοίγει και κατεβαίνει τις σκάλες με το ένα παπούτσι. Βγαίνει έξω χωλαίνοντας, πάει στο αυτοκίνητο, ξετρυπώνει το κυνηγετικό από το πίσω κάθισμα, το οπλίζει, στρέφει το βλέμμα στο παράθυρο και φωνάζει:
«Από τη μια τρυπά στην άλλη τρύπα!» Και μετά βάζει την κάνη στο στόμα.