Η ΑΝΑΒΟΛΗ

ΕΙΝΑΙ ΓΕΡΜΕΝΟΣ ΣΤΟ ΔΕΞΙ ΤΟΥ ΠΛΕΥΡΟ ΚΑΙ ΚΟΙΤΑΖΕΙ ΜΕΣ’ ΑΠ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο της κλινικής το περίπτερο στον απέναντι δρόμο. Μα είναι τόση η υποξαιμία στο μυαλό του, που ζαλισμένος δεν ακούει τίποτα! Τίποτα! Βλέπει μόνο το δρόμο να σφύζει από βουβές σπασμωδικές κινήσεις ανθρώπινων φιγούρων, λες σε διαδήλωση κωφαλάλων και μες στην πήχτρα της κυκλοφορίας βλέπει τ’ αυτοκίνητα, χωρίς κόρνες και στριγκλίσματα φρένων, να σέρνονται ξέψυχες νεφέλες στην άσφαλτο. Παίρνει τη χθεσινή εφημερίδα και την τσαλακώνει μέσα στις αδύνατες φούχτες του. Απλώνει το χέρι -τρεμάμενο- και πετά τη χάρτινη μπαλίτσα στο πάτωμα, όπως φιλεύσπλαχνο φως που ρίχνει σπόρους ζωής μες από σύννεφο. Την παρακολουθεί που ύπουλα, μια δεξιά, μια αριστερά, ψάχνει να κολλήσει υγρασία και να την αράξει επί μονίμου βάσεως στο πάτωμα. Εύκαιρο υγρό δεν υπάρχει πουθενά, αλλά ούτε και τίποτις χυμένα ιαματικά σιρόπια και τα γράμματα της εφημερίδας ξεκολλώντας από τη χάρτινη μάζα σκορπάνε ολοζώντανα στο πάτωμα, αλλά και κατάξερα, πέρα-δώθε σαν κέρματα. Το προσωπικό τρομάζει, οι αδελφές ανεβαίνουν στις καρέκλες τσιρίζοντας, οι γιατροί ακουμπάνε κατακίτρινοι στον τοίχο κι οι συγγενείς παρακολουθούν κάτασπροι, με τριακόσιους τόνους πάγο να στοιβάζεται στις φλέβες τους. Σε λίγο τα γράμματα κατρακυλάν απ΄ τις σκάλες χέρι-χέρι, τα κεφαλαία βοηθάνε τα μικρά, κι οι τόνοι αγκαλιασμένοι προχωρούν με ήχους μεταλλικούς, καθώς κουτουλάνε ο ένας τον άλλο. Στην αίθουσα υποδοχής περνάνε σβέλτα μες απ΄ τα πόδια των επισκεπτών, που χοροπηδάνε σαν αναστενάρηδες, καθώς προσπαθούν να μην τα πολτοποιήσουν. Καλοντυμένοι και φρεσκολουσμένοι, πρωί πρωί, φοβούνται τα μελάνια. Τα γράμματα-φυγάδες δε δίνουν σημασία ούτε και στα κορίτσια της υποδοχής, γιατί αυτά, δείχνοντας πρωτοφανή αδιαφορία, ψηλαφάνε τελευταία μόνο τα κρύα μπιτς και μπάιτς των υπολογιστών, αγνοώντας προκλητικά, τη δίψα των χάρτινων γραμμάτων για χάδι. Βγαίνοντας σε λίγο έξω συναντούν στο δρόμο κι άλλα γράμματα, χθεσινών πάντα εφημερίδων, που έρχονται αρωγά στο πρωτοφανές αυτό κίνημα του τύπου. Όλα μαζί, σημαιοφόρος πάντοτε το άλφα, διασχίζουν το δρόμο ακολουθώντας πιστά τους κανόνες που διέπουν την οδική κυκλοφορία των πεζών γραμμάτων : δεξιά, αριστερά και πάλι δεξιά και μετά σβιτς, σβιτς, σβιτς, ένα-ένα περνάν απέναντι, εκεί που βρίσκεται το περίπτερο που ανήκει στον κύριο Γιώργο.

Στον κύριο Γιώργο, που άρρωστος βαριά με καρδιακή ανεπάρκεια, νοσηλεύεται στην κλινική απέναντι. Μέρες τώρα κλειστό, διψά η πρόσοψη του εφημερίδα, κι απ’ το παράθυρο της κλινικής το βλέπει κι αναστενάζει. Οι γιατροί περνώντας βιαστικοί-βιαστικοί απ’ την εντατική ακουμπάνε τ΄ ακουστικά στο κατάλευκο κι αποσκελετωμένο του στήθος και διαβάζουν στους κτύπους ξεθωριασμένο μήνυμα ζωής, μιας έως δυο ημερών το πολύ. Την άλλη μέρα όμως το πρωί ο κύριος Γιώργος γερμένος στο δεξί του πλευρό, μ’ όσο γίνεται λιγότερο βάρος στην καρδιά, κοιτάζει έξω απ΄ το παράθυρο και βλέπει το περίπτερο καλυμμένο μ΄ εκατοντάδες εφημερίδες, απ’ άκρη σ’ άκρη!
23
Τα γράμματα από μακριά φαίνονται ξανά στη σωστή τους θέση: οι τίτλοι, τίτλοι, οι υπότιτλοι, υπότιτλοι κι οι στήλες, στήλες. Με μια φωνή, μια πνοή, ανεμίζουν τα φύλλα και τον φωνάζουν. Ο κύριος Γιώργος ξέρει καλά ότι θα πρέπει τώρα να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι. Πες πως παίρνει μια αναβολή, γιατί τον περιμένει πολύ δουλειά στο περίπτερο. Και μετά είναι κι οι τακτικοί πελάτες. Τι σημασία έχει, που ο ίδιος δεν ξέρει ότι όλες οι εφημερίδες είναι χθεσινές; Ο γιατρός βγαίνοντας απ’ την εντατική βαστά στο χέρι το μπλοκ του πιστοποιητικού κι αργοκουνάει το κεφάλι, καθώς υπογράφει: «Κάναμε ό,τι μπορούσαμε», λέει. Τ’ απόγευμα τ’ αυτοκίνητα, απληροφόρητα, περνώντας έξω απ’ το περίπτερο χρεμετίζουν από χαρά μαρσάροντας μέσα στο πάντοτε γλυκό φως του Σεπτέμβρη.