Συνεντευξη

στον

ΑΝΔΡΕΑ ΜΑΛΟΡΗ

Ένθετο “Ορίζοντας”της Χαραυγής 23/05/2018

Επιμέλεια: Αντώνης Γεωργίου

Η συνέντευξη αυτή δόθηκε επί τη ευκαιρία της εκδήλωσης «ΣΥναντήσεις Συγγραφέων» που έγινε στο «Βιβλιοτρόπιο» της Λεμεσού στις 23/05/2018 με θέμα «ΔΙΗΓΗΜΑ-ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ: ΚΟΙΝΟΙ ΤΟΠΟΙ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΟΙ» στην οποία έλαβαν μέρος ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης και ο Ανδρέας Μαλόρης.

Γιατί γράφεις; Πώς ξεκίνησες να γράφεις;

Δεν είμαι σίγουρος αν η ενασχόλησή μου με τη λογοτεχνία υπήρξε επιτυχής ή όχι. Για μένα, αλλά πιστεύω και για κάθε δημιουργό, η «επιτυχία» δεν είναι έννοια μετρήσιμη. Τα βραβεία ή τα best sellers για παράδειγμα δεν είναι συνώνυμα της επιτυχίας. Στη λογοτεχνία συμβαίνει αυτό που συμβαίνει και με τις σκέψεις μας: Είναι αδύνατο να μεταφέρει κανείς επακριβώς με λόγια ή λέξεις αυτό που ακριβώς σκέφτεται σε μια δεδομένη στιγμή. Οταν ένα βιβλίο τελειώνει στο μυαλό του συγγραφέα παραμένει πάντοτε η αίσθηση ότι δεν είπε ή δεν εξέφρασε αυτό που ήθελε όπως το ήθελε. Με την έννοια αυτή ο κάθε συνεπής λογοτέχνης είναι και μη επιτυχημένος. Ο πήχης για το επόμενο βιβλίο παραμένει πάντοτε ψηλά.

Από την άλλη, η μετάβαση από την ποίηση στην πεζογραφία δεν πιστεύω ότι είναι θέμα επιλογής. Ο διαχωρισμός της λογοτεχνίας σε ποιητικό και πεζό λόγο είναι περισσότερο ακαδημαϊκός και τεχνητός παρά πραγματικός. Ο διαχωρισμός σίγουρα είναι χρήσιμος για σκοπούς μελέτης και ανάλυσης της λογοτεχνίας από τους ειδικούς, στο μυαλό όμως του δημιουργού τα όρια δεν είναι τόσο σαφή και ευκρινώς προσδιορισμένα. Ας μην ξεχνάμε ότι όλοι σχεδόν οι συγγραφείς έχουν σε κάποια φάση της ζωής τους ασχοληθεί λίγο ή πολύ και με άλλα λογοτεχνικά είδη πέραν εκείνου που τους καταξιώνει. Εχω την πεποίθηση ότι στους συγγραφείς συμβαίνει αυτό που συμβαίνει και στον αθλητισμό: κάποιοι αθλητές γεννιούνται με μια κλίση προς τις μεγάλες ή τις μικρές αποστάσεις. Το ίδιο συμβαίνει και στους λογοτέχνες στο μυθιστόρημα και διήγημα-ποίηση αντίστοιχα.

Ο συγγραφέας πιστεύω γεννιέται. Οπόταν γράφω επειδή δεν μπορώ να κάνω κι αλλιώς. Γράφω και για να μπορώ να ισορροπώ, για να έχει νόημα η ζωή μου, έστω κι αν βαθιά μέσα μου πιστεύω ότι αυτό το νόημα είναι δικό μου κατασκεύασμα, που απώθησα. Είναι ίσως και ένας τρόπος να μοιραστώ αυτό το ταξίδι, να παγώσω λίγο τον χρόνο. Είναι όμως και ένα παιχνίδι, μια φυγή από το παράλογο της ύπαρξης. Έγραψα τα πρώτα μου ποιήματα στο Γυμνάσιο. Στην Τουρκική εισβολή είχα γράψει μια ποιητική συλλογή με τα περισσότερα ποιήματα γραμμένα στα σκοτεινά, σε οτιδήποτε χάρτινο. Χάθηκαν.

 Eίναι η γραφή ένας “τρόπος θέασης” του κόσμου;

Κατ’ αρχάς η συλλογή αυτή είναι ερωτική. Ισως ο τίτλος να παραπλανεί. Σε κάποια ποιήματα εμφαίνονται όντως και άλλοι υπαρξιακοί προβληματισμοί, αλλά και σε εκείνα ακόμη ο έρωτας υποβόσκει σαν έναυσμα ή αφορμή. Δεν θα ήθελα να επεκταθώ περισσότερο, γιατί δεν θεωρώ δόκιμο ο ποιητής να αναλύει τα ποιήματά του. Με αφορμή όμως την ερώτησή σας θα ήθελα να πω ότι θεωρώ τον έρωτα ως τον μέγιστο υπαρξιακό προβληματισμό γιατί εμπεριέχει και τον αντίποδά του, το θάνατο. Είναι γνωστή άλλωστε και η θέση του Φρόιντ σε αυτό το θέμα στη μελέτη του «Ερως και θάνος». Πίσω απ’ όλα κινείται η ζωογόνος δύναμη του έρωτα που όχι μόνο διαιωνίζει την ύπαρξη, αλλά καθορίζει εν πολλοίς και το νόημά της.

Η γραφή δεν είναι τρόπος θέασης, αλλά ούτε και κρυφές ματιές μέσα από την κλειδαρότρυπα του συγγραφέα.  Θάλεγα ότι είναι περισσότερο ασκεπής επίσκεψη σε αθέατα πεδία μάχης. Γράφοντας ο συγγραφέας αλιεύει στους ωκεανούς  της ύπαρξής του, κάτι σαν ναρκαλιευτής στον βυθό του υποσυνειδήτου. Η καλή λογοτεχνία φωτίζει τις σκοτεινές πλευρές της ύπαρξης, εκεί όπου η έκβαση του αγώνα κρίνεται στα σημεία ή  στην παράταση λίγο πριν από την εκτέλεση των πέναλτι.

Πώς αντιλαμβάνεσαι τη γραφή ως “τρόπο ζωής”;

Στον Ελλαδικό και Κυπριακό χώρο δυστυχώς δεν μπορεί να χαρακτηριστεί η συγγραφή ως «τρόπος ζωής γιατί είναι πολύ δύσκολο έως αδύνατο ένας συγγραφέας να επιβιώσει μόνο μέσα από τα βιβλία του. Για να γράψει κάποιος χρειάζεται απόλυτη απομόνωση κι αποκοπή από τις κοινωνικές σχέσεις. Δύσκολα λοιπόν μια τέτοια κατάσταση μπορεί να θεωρηθεί ως «τρόπος ζωής».

Συνεχίζουν να είναι διακριτά είδη το μυθιστόρημα και το διήγημα; (πχ σπονδυλωτά μυθιστορήματα Κούντερα, ή συλλογές διηγημάτων με ισχυρή σύνδεση πχ Το τέλος της μικρής μας πόλης – Χατζή).

Ναι είναι διακριτά, αλλά μόνο καθόσον αφορά την έκταση. Πιο παλιά ήταν πιο διακριτά τα όρια. Από τις αρχές όμως του 20-ου αιώνα και μετά, συγγραφείς όπως ο Προυστ, ο Κάφκα και ο Tζόις με τον μοντερνισμό που εισήγαγαν κατακερμάτισαν και εξαφάνισαν το κλασικό μυθιστόρημα. Στην «Δίκη» του Κάφκα π.χ.,  ο Κ. δεν έχει καν άνομά κι ούτε μαθαίνουμε ποτέ τον λόγο που καταδικάζεται. Αντίθετα, στον «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» του Προυστ περιγράφονται 2000 χαρακτήρες, στον δε «Οδυσσέα» του Τζόις σε 700 σελίδες περιγράφονται τα συμβάντα μιας μόνο μέρας στην ζωή δυο φίλων, με την τεχνική του εσωτερικού μονόλογου. Το διήγημα αντίθετα εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από την πύκνωση της γραφής και  την αφαίρεση. Έχει χάσει όμως αρκετά από την ποιητικότητα των κλασικών του είδους.

Ποια είναι για σένα η βασική σύνδεση και ποια η βασική διαφορά ανάμεσα στα δυο είδη;

Η βασική σύνδεση και των δυο, πέραν από την κοινή αισθητική απόλαυση, δεν έπαψε ποτέ να είναι η εξερεύνηση των γκρίζων περιοχών της ύπαρξης. Όλων αυτών δηλαδή, που στην δίνη της καθημερινότητας μας διαφεύγουν. Η  βασική τους διαφορά παραμένει η ολιγοσέλιδη πύκνωση του διηγήματος σε αντιδιαστολή προς την χαλαρή και σε μεγάλη έκταση ανάπτυξη του μυθιστορήματος.

Έχει σημασία για τον αναγνώστη αυτή η διαφορά ή έχει περισσότερο για τον δημιουργό;

Δεν νομίζω αυτό να έχει κάποια σημασία γιατί οι μεν συγγραφείς, όπως κάποιοι αθλητές  γεννιούνται για τις μεγάλες ή τις μικρές αποστάσεις, ρέπουν κι αυτοί εκ φύσεως προς την μεγάλη ή την μικρή φόρμα. Σπάνια ένας συγγραφέας μπορεί να πηγαινοέρχεται από το ένα είδος στο άλλο με την ίδια ευχέρεια. Από την άλλη, οι αναγνώστες επιλέγουν κι αυτοί το είδος που ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία τους. Βέβαια αυτοί που διαβάζουν διηγήματα είναι σαφώς πολύ λιγότεροι, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Πού δίνεις όταν γράφεις, (πεζογραφία), περισσότερη σημασία, στη γλώσσα, στη μορφή/δομή, στο θέμα, στην ιστορία;

Επειδή προς το παρόν έχω γράψει μόνο διηγήματα, θα μιλήσω μονό για αυτά. Κατ’ αρχάς όλα αυτά περί γλώσσας, μορφής, δομής κλπ, είναι θέματα που αφορούν μόνο οι τους γραμματολόγους, τους φιλολόγους και τους κριτικούς (αν υπάρχουν). Τον συγγραφέα ουδόλως τον ενδιαφέρουν. Το είδος (ποίημα, διήγημα ή μυθιστόρημα) καθώς και τα συνεπακόλουθα σύνεργα της γραφής δεν επιλέγονται από τον συγγραφέα εκ των προτέρων. Θαλεγα ότι αντίθετα το θέμα και η ιδέα είναι που καθορίζουν τον τρόπο της γραφής.

Από την ποιήση πέρασες στο διήγημα και ξανά πίσω. Πού νιώθεις πιο οικεία; Ποια τα επόμενα σου σχέδια;

Στην ποίηση πχ καταφεύγω σε περιόδους έντονης εσωστρέφειας. Αντίθετα όταν η ανάγκη αφορά περισσότερο την επεξεργασία παρατηρήσεων που με συγκινούν νιώθω πιο οικείο το διήγημα. Η μετάβαση όμως συγγραφικά από το ένα είδος στο άλλο δεν είναι εύκολη. Είναι για αυτό το λόγο που το διήγημα εμπεριείχε πάντοτε και στοιχεία της ποίησης. Τα επόμενα μου σχέδια βρίσκονται ημιτελή σε κείνο το περιβόητο «συρτάρι».

Έχεις διαβάσει διηγήματα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη. Τι είναι αυτό που εσύ ξεχωρίζεις σε αυτά; Ποιοι οι κοινοί σας τόποι;

Κοινοί μας τόποι θάλεγα ότι είναι όλα αυτά που αφορούν πάνω-κάτω όλους τους συγγραφείς: Το μυστήριο της ύπαρξης, η ομορφιά του τυχαίου, ο έρωτας, ο θάνατος και οι λεπτομέρειες που καθορίζουν. Σε ένα δεύτερο επίπεδο διακρίνω το ίδιο ενδιαφέρον στην παρείσφρηση της μεταφυσικής και της ποίησης στα κείμενα μας. Στον Γ. Σκαμπαρδώνη αυτό που ξεχωρίζω και μου αρέσει, εκτός από το ιδιαίτερο λεξιλογικό του σύμπαν, είναι και οι απρόβλεπτες, αναπάντεχες διαστάσεις που δίνει στα ασήμαντα καθώς και ο σεβασμός του προς τα ζώα και την άγρια Ελληνική Φύση.

Η λογοτεχνία Κύπριων πώς αντιμετωπίζεται στο τόπο μας, από αναγνώστες, βιβλιοπωλεία, Πολιτιστικές υπηρεσίες, Πανεπιστήμια, τους ίδιους τους λογοτέχνες;

Υπάρχει μια αρνητική προκατάληψη στο κόσμο σχετικά με την Κυπριακή λογοτεχνία, μερικές φορές δικαιολογημένη, αλλά πολλές φορές εντελώς αδικαιολόγητη, γιατί υπήρξαν και υπάρχουν σπουδαίοι λογοτέχνες και στην Κύπρο. Φταίει ίσως και η αλαζονική στάση του Ελλαδικού Πανεπιστημιακού και εκδοτικού κατεστημένου προς τους Κύπριους λογοτέχνες. Φταίει όμως και η αδιαφορία και οι κατά καιρούς σκοπιμότητες των δικών μας υπηρεσιών.

Οι λογοτέχνες συνεργάζονται, συναντιούνται, συζητούν μεταξύ τους;

Με μια πρώτη ματιά και κρίνοντας από την πληθώρα των βιβλιοπαρουσιάσεων  θαλεγε κανείς ότι στην Κύπρο οργιάζει η λογοτεχνική παραγωγή και ότι με αφορμή το γεγονός αυτό οι Κύπριοι λογοτέχνες θα συναντιούνταν πολύ συχνά. Εντούτοις δεν είναι έτσι. Ίσως να φταίει και ο απομονωτισμός που προωθούν τα ΜΜΕ, όπως πχ το Facebook.

Eκτός από το να γράφουν καλή λογοτεχνία υπάρχει κάτι άλλο που χρειάζεται να κάνουν οι λογοτέχνες για στήριξη, προώθηση της κυπριακής λογοτεχνίας;

Μεταξύ σοβαρού κι αστείου θάλεγα να γράφουν πιο καλά λογοτεχνικά έργα. Μόνο έτσι θα κεντρίσουν το ενδιαφέρον των Ελλαδικών Λογοτεχνικών και εκδοτικών κύκλων για προώθηση της Κυπριακής λογοτεχνίας.

Ποια μπορεί να είναι η παρέμβαση των συγγραφέων ως πολίτες και ως δημιουργοί στη κοινωνία που ζουν;

Μόνο μέσα από την δουλειά τους. Έχει περάσει ανεπιστρεπτί η εποχή που οι λογοτέχνες ξεσήκωναν τα πλήθη. Κάποιες χλωμές παρεμβάσεις λογοτεχνών γίνονται και σήμερα, αλλά κι αυτές μόνο μέσω των ΜΜΕ. Είμαι απαισιόδοξος σχετικά την ανατρεπτική παρέμβαση των συγγραφέων στην κοινωνία.