Φτάνει κάποτε η στιγμή,
που κι εσύ αποχωρείς
κρατώντας υπό μάλης
ένα άδειο πηγάδι.
Φτάνει κάποτε η ώρα,
που το Τυχαίο υπερίπταται
της ερημιάς σου
όπως ο Άγιος Φραγκίσκος την Ασίζη.
Τώρα οι προθέσεις σου απλώνονται
αποδεκατισμένες
στις διαβάσεις της μέρας
ποιός τις περιμαζεύει;
Οι μάχες σου
ίδιες με τη στάχτη των ίσκιων
σε ποιά κατάφαση
προσχώρησαν οι φωτιές σου;
Πετάς κάποτε ψηλά
δείγματα από λεξούλες,
πέφτουν και τις ποδοπατάν
αδιάφορα πλήθη.
Μόνος πια
σε αφύλαχτες αποφάσεις
ανασαίνεις και πάλι ανασαίνεις
την κόψη της αντίπερα όχθης.
Γιατί ποιός έμαθε ποτέ
κατά πού διαχειμάζουν
οι ευοίωνοι καιροί
και κατά πού οι ούριες νύκτες;
Στην αναχώρηση
θα αλυχτά πάντοτε
η αγέλη ενός τέλους.
Βουβός πια μπροστά στον καθρέφτη,
ο απέναντι σε υποχρεώνει
σε στάση αναμονής.
Η επόμενη στιγμή προσέρχεται
ήδη λουσμένη,
μα όχι! Δε θα πάρω
Boss, Armani, Azzarο.