Συνεντευξη

στον

ΑΝΔΡΕΑ ΜΑΛΟΡΗ

Εφημερίδα Χαραυγή 1/11/2015

Δημοσιογράφος: Χρήστος Μαυρής

Η «επιτυχία» δεν είναι έννοια μετρήσιμη, δηλώνει για τον εαυτό του (αλλά και για κάθε δημιουργό) ο πολυβραβευμένος λογοτέχνης Ανδρέας Μαλόρης και εξηγεί πως «τα βραβεία ή τα best sellers δεν είναι συνώνυμα της επιτυχίας».

Με την ευκαιρία της έκδοσης και κυκλοφορίας της νέας ποιητικής συλλογής του, που τιτλοφορείται «Με διαστρέβλωση ελαχίστη», ο Ανδρέας Μαλόρης μιλάει στη «Χαραυγή» για την ποίηση και γενικά τη λογοτεχνία, αλλά και την αποστολή του λογοτέχνη στη σύγχρονη εποχή. Πρόκειται για ποίηση επικεντρωμένη σε υπαρξιακά θέματα και κυρίως στον έρωτα που, όπως λέει, «θεωρώ τον έρωτα ως τον μέγιστο υπαρξιακό προβληματισμό γιατί εμπεριέχει και τον αντίποδά του, το θάνατο».

Έχεις καταπιαστεί με επιτυχία, τόσο με την ποίηση όσο και με την πεζογραφία και συγκεκριμένα με το διήγημα. Τι είναι εκείνο που σε κάνει να καταφεύγεις από το ένα είδος στο άλλο;

Δεν είμαι σίγουρος αν η ενασχόλησή μου με τη λογοτεχνία υπήρξε επιτυχής ή όχι. Για μένα, αλλά πιστεύω και για κάθε δημιουργό, η «επιτυχία» δεν είναι έννοια μετρήσιμη. Τα βραβεία ή τα best sellers για παράδειγμα δεν είναι συνώνυμα της επιτυχίας. Στη λογοτεχνία συμβαίνει αυτό που συμβαίνει και με τις σκέψεις μας: Είναι αδύνατο να μεταφέρει κανείς επακριβώς με λόγια ή λέξεις αυτό που ακριβώς σκέφτεται σε μια δεδομένη στιγμή. Οταν ένα βιβλίο τελειώνει στο μυαλό του συγγραφέα παραμένει πάντοτε η αίσθηση ότι δεν είπε ή δεν εξέφρασε αυτό που ήθελε όπως το ήθελε. Με την έννοια αυτή ο κάθε συνεπής λογοτέχνης είναι και μη επιτυχημένος. Ο πήχης για το επόμενο βιβλίο παραμένει πάντοτε ψηλά.

Από την άλλη, η μετάβαση από την ποίηση στην πεζογραφία δεν πιστεύω ότι είναι θέμα επιλογής. Ο διαχωρισμός της λογοτεχνίας σε ποιητικό και πεζό λόγο είναι περισσότερο ακαδημαϊκός και τεχνητός παρά πραγματικός. Ο διαχωρισμός σίγουρα είναι χρήσιμος για σκοπούς μελέτης και ανάλυσης της λογοτεχνίας από τους ειδικούς, στο μυαλό όμως του δημιουργού τα όρια δεν είναι τόσο σαφή και ευκρινώς προσδιορισμένα. Ας μην ξεχνάμε ότι όλοι σχεδόν οι συγγραφείς έχουν σε κάποια φάση της ζωής τους ασχοληθεί λίγο ή πολύ και με άλλα λογοτεχνικά είδη πέραν εκείνου που τους καταξιώνει. Εχω την πεποίθηση ότι στους συγγραφείς συμβαίνει αυτό που συμβαίνει και στον αθλητισμό: κάποιοι αθλητές γεννιούνται με μια κλίση προς τις μεγάλες ή τις μικρές αποστάσεις. Το ίδιο συμβαίνει και στους λογοτέχνες στο μυθιστόρημα και διήγημα-ποίηση αντίστοιχα.

Ξεκίνησα γράφοντας αποκλειστικά ποίηση για πάνω από 20 χρόνια μέχρι που μια βαθύτερη ανάγκη για περισσότερη εξωστρέφεια και επικοινωνία με οδήγησε στο διήγημα. Είναι για αυτό το λόγο που στην πρώτη μου συλλογή διηγημάτων τα όρια μεταξύ ποίησης και πεζογραφίας ήταν σε κάποια διηγήματα δυσδιάκριτα. Η μετάβαση από το ένα είδος στο άλλο δεν ακολουθεί κανόνες. Είναι μια διαδικασία ασυνείδητη, αλλά κυρίως ανεξήγητη. Εδώ θα ήθελα να προσθέσω και την ιδιαιτερότητα του ιατρικού επαγγέλματος στο οποίο, για λόγους ευνόητους, ευδοκιμούν οι σύντομες γραφές της ποίησης και του διηγήματος.

Τα ποιήματα που παρουσιάζεις στη μόλις πρόσφατα εκδοθείσα συλλογή σου που τιτλοφορείται «Με διαστρέβλωση ελαχίστη» περιστρέφονται γύρω από υπαρξιακά κυρίως θέματα, όπως είναι ο έρωτας. Θέλω να πω πως από τη συλλογή απουσιάζει το ιστορικό και γεωγραφικό στοιχείο. Πώς το σχολιάζεις αυτό;

Κατ’ αρχάς η συλλογή αυτή είναι ερωτική. Ισως ο τίτλος να παραπλανεί. Σε κάποια ποιήματα εμφαίνονται όντως και άλλοι υπαρξιακοί προβληματισμοί, αλλά και σε εκείνα ακόμη ο έρωτας υποβόσκει σαν έναυσμα ή αφορμή. Δεν θα ήθελα να επεκταθώ περισσότερο, γιατί δεν θεωρώ δόκιμο ο ποιητής να αναλύει τα ποιήματά του. Με αφορμή όμως την ερώτησή σας θα ήθελα να πω ότι θεωρώ τον έρωτα ως τον μέγιστο υπαρξιακό προβληματισμό γιατί εμπεριέχει και τον αντίποδά του, το θάνατο. Είναι γνωστή άλλωστε και η θέση του Φρόιντ σε αυτό το θέμα στη μελέτη του «Ερως και θάνος». Πίσω απ’ όλα κινείται η ζωογόνος δύναμη του έρωτα που όχι μόνο διαιωνίζει την ύπαρξη, αλλά καθορίζει εν πολλοίς και το νόημά της.

Πιστεύω ότι στην Κύπρο, ειδικά μετά το 1974, η ερωτική ποίηση θάφτηκε κάτω από τόνους ψυχαναγκαστικών στίχων που είχαν να κάνουν αποκλειστικά με την κατοχή. Από το ’74 και μετά η ερωτική ποίηση τέθηκε κατά κάποιο τρόπο υπό διωγμόν, αποσιωπήθηκε και πνίγηκε σαν ένα είδος ταμπού. Είναι ανάγκη να ξεφύγουμε επιτέλους από τα στενά, ιστορικά πλαίσια του νησιού και να δούμε τον κόσμο πανανθρώπινα και οικουμενικά. Υπάρχουν και αλλού προβλήματα κατοχής, προσφυγιάς κι απελευθέρωσης. Τρισχειρότερα μάλιστα. Μια ματιά στη γειτονιά μας είναι αρκετή. Ο πόλεμος όμως και τα τοπικά προβλήματα δεν καταργούν τον έρωτα. Απεναντίας. Ας μην ξεχνάμε ότι πολλά από τα μεγαλύτερα ερωτικά έργα της λογοτεχνίας γράφτηκαν σε εποχές πολέμου π.χ. «Πόλεμος και ειρήνη» (Τολστόι), «Οσα παίρνει ο άνεμος» (Μάργκαρετ Μίτσελ) κ.ά.

Στο πρώτο ποίημα της συλλογής γράφεις πως η «ποίηση είναι η τέχνη/ να επισκιάζεις την πραγματικότητα/ να κομματιάζεις τους λίθους της ζωής σου…». Εχω την εντύπωση όμως πως ο ορισμός αυτός δεν ανταποκρίνεται στην πραγματική αποστολή της ποίησης. Τι είναι για σένα η ποίηση;

Ο τίτλος του πρώτου ποιήματος της συλλογής είναι: «Η ποίηση ΣΟΥ». Στο ποίημα αυτό δεν προσπαθώ να ορίσω την ποίηση. Οι εισαγωγικοί αυτοί στίχοι εκφράζουν όλο το κλίμα της συλλογής που ακολουθεί. Οι θέσεις αυτές όμως αφορούν μόνο τη δική μου άποψη περί ποίησης στις συγκεκριμένες φάσεις που γράφτηκαν τα ποιήματα.

Δεν πιστεύω ότι υπάρχει μια και μοναδική απάντηση στην ερώτηση «τι είναι ποίηση». Υπάρχουν τόσοι ορισμοί όσοι είναι και οι ποιητές. Η δική μου άποψη κατατάσσει την ποίηση εγκεφαλικά μεν στον «απειθάρχητο τρόπο σκέψης» αισθητικά δε ανάμεσα στον ορισμό του Louis Simpson που την ορίζει σαν «μια σκέψη που την αισθάνεσαι» και τον ορισμό του Ανδρέα Εμπειρίκου που λέει ότι «η ποίησις είναι η ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου».

Τώρα όσον αφορά τη δήθεν αποστολή της ποίησης θα έλεγα ότι η ποίηση καταργείται αυτόματα από τη στιγμή που ενδύεται το μανδύα ή την πανοπλία της στράτευσης. Η ποιητική λειτουργία δεν υπακούει σε νόμους και κατευθυντήριες γραμμές. Εκφράζει μόνο την αδέσμευτη σκέψη του ποιητή μακριά από σκοπιμότητες και στόχους. Η ποίηση βρίσκεται στην αντίπερα όχθη των ιεραποστολών και των μανιφέστων. Στον «Επίλογο» του ο Μανόλης Αναγνωστάκης λέει: «Κανένας στίχος σήμερα δεν κινητοποιεί τις μάζες/ Κανένας στίχος σήμερα δεν ανατρέπει καθεστώτα». Το πιστεύω.

Ο στίχος σου «κάθε ποιητής και η Ελεονόρα του» θυμίζει την ποίηση του Νίκου Εγγονόπουλου. Το ποίημα «Εθιστείτε» θυμίζει την ποίηση του Μιχάλη Κατσαρού. Ποια είναι τελικά η σχέση σου με τη σύγχρονη ελληνική ποίηση;

Τα ονόματα «Ελεονόρα» και «Ελένη» είναι τα κατ’ εξοχήν ονόματα που βασανίζουν και κατατρύχουν τους ποιητές από την εποχή του Ομήρου. Στο στίχο που αναφέρεσθε, από το ποίημα «Αλας και ύδωρ», ή «Ελεονόρα» έχει ακριβώς αυτή την έννοια. Η δική μου Ελεονόρα όμως, πλην της συνωνυμίας, δεν έχει καμίαν άλλη σχέση με τις δύο-τρεις «Ελεονόρες» που εμφανίζονται στην ποίηση του Εγγονόπουλου, οι οποίες είναι μάλιστα σμιλευμένες αυστηρά μέσα στα πλαίσια του σουρεαλισμού της εποχής του ποιητή. Συμπαθώ περισσότερο μιαν άλλη Ελεονόρα: την Lenore του Edgαr Allan Poe στο «Κοράκι», η απουσία της οποίας τον στοιχειώνει αριστουργηματικά! Το «Εθιστείτε» ναι, θυμίζει το «Αντισταθείτε» του Κατσαρού, το ποίημα του οποίου όμως, σε αντίθεση με το «Εθιστείτε», είναι καθαρά αντιεξουσιαστικό.

Η σχέση μου με τη σύγχρονη ελληνική ποίηση, πέρα από το δέος μπροστά στο έργο των γνωστών μεγάλων, που παραμένει ανεξίτηλο, εξαντλείται πια στις σπάνιες εκείνες φορές που ένα ποίημα θα με εκπλήξει ευχάριστα σε κάποιο από τα εξ Ελλάδος λογοτεχνικά περιοδικά και σπάνια σε αθηναϊκές εκδόσεις. Εξακολουθώ να υποκλίνομαι όμως στην ποίηση της Κικής Δημουλά. Θεωρώ αυτή την ανεπανάληπτη αποθέωση της μεταφοράς και την παρείσφρηση του χιούμορ στην ποίηση, πρωτόγνωρη κι απογειωτική.

Πώς συγκρίνεις την κυπριακή ποίηση με την ποίηση που παράγεται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες;

Είναι δύσκολη μια τέτοια σύγκριση γιατί απαιτεί διαρκή ενημέρωση και ενασχόληση με την ποίηση τής κάθε χώρας ξεχωριστά. Στις πιο πολλές φορές μάλιστα, σε μεταφράσεις που πόρρω απέχουν από το πρωτότυπο. Πέραν τούτου όμως, συναντώ κατά καιρούς στο διαδίκτυο ποιήματα άλλων Ευρωπαίων ποιητών στα οποία διακρίνεται μια τάση επιστροφής σε θέματα υπαρξιακά που έχουν να κάνουν πια με τη δύσκολη καθημερινή επιβίωση και τη σύμμειξη λαών με διαφορετική κουλτούρα.