ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ

«…η θέα των γκρίζων μαλλιών του, τον βύθιζε στην ντροπή και την απόγνωση»
Τόμας Μαν, «Θάνατος στη Βενετία»

ΠΡΑΣΙΝΙΖΑ ΑΚΑΤΑΣΧΕΤΑ. ΕΝΑ ΛΕΠΤΟ ΑΚΟΜΗ ΣΕ κείνη την παχύρρευστη μούχλα του γιατρού Σαμαρά και θα βλαστούσα. Θα ’πρεπε το δίχως άλλο να ξεφύγω.Ένα σάλτο μορτάλε απ’ το μπαλκόνι θα ήταν μια κάποια λύση, ίσως η μοναδική υπό τις περιστάσεις λύση, αλλά το ύψος δεν ενέπνεε αρκετή εμπιστοσύνη. Ένας όροφος ουσιαστικά, μαζί μ’ ένα μίζερο ισόγειο, τίποτα παραπάνω. Δύσκολα πεθαίνεις από τόσο ύψος. Το πολύ-πολύ να καταλήξεις παραπληγικός ή με μόνιμη εγκεφαλική βλάβη, σκέφτηκα, ίσαίσα για να σε τσουλάνε μετά από γιατρό σε γιατρό κι από κλινική σε κλινική σαν χαζοχαρούμενο πεπέ σε καροτσάκι. Θα ήταν καλύτερα να πηδήξει εκείνος απ’ το παράθυρο. Με τόσα χρόνια στην πλάτη δε θ’ άντεχε. Θα διαλυόταν σαν πήλινος κουμπαράς.

Όλα ξεκίνησαν με την επιστολή που μου χούφτωσε η τσούλα της υποδοχής πρωί-πρωί, με το έμπα μου στην κλινική όπου δούλευα σαν λογιστής. Το ’λεγε ξεκάθαρα: Με απέλυαν άρον-άρον από το λογιστήριο. Λόγοι οικονομικής περισυλλογής επέβαλλαν δήθεν εκκαθάριση προσωπικού:

«Διά την Κλινική, γιατρός Ι. Σαμαράς.

Πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου».

Κι όμως δεν ήταν η πρώτη φορά που η πλάτη μου πάγωνε απότομα την τελευταία βδομάδα. Την προηγούμενη ακριβώς, η κλήση κάτω απ’ την πόρτα μού συστήθηκε το ίδιο αδιάφορη και κρύα: Η κατάσχεση του σπιτιού, ελέω αφελών επενδύσεων και οικονομικής κρίσης, ήταν ζήτημα ημερών.

Έντεκα και κάτι, ήμουν στο γραφείο του γιατρού Σαμαρά. Καθόταν με τη ράχη της καρέκλας μπροστά απ’ το γυαλί της τζαμαρίας, σκυφτός μέσα σ’ ένα φρικτό αλλοπρόσαλλο χαρτομάνι από αποδείξεις, ημερολόγια, χρεώσεις και ιστορικά ασθενών. Χώρια οι ακτινογραφίες που τις χρησιμοποιούσε για καρμπόν. Το μόνο που τον ενδιέφερε όμως μέσα σε όλη εκείνη τη σαβούρα – στον συμψηφισμό μια αδιόρατη ικανοποίηση τού τράβαγε τα χείλη – ήταν η σούμα της ημερήσιας είσπραξης στον μακρύ κατάλογο των ασθενών του. Γι’ αυτό και κάθε τόσο άπλωνε το χέρι και με το μεσαίο δάκτυλο βαρούσε τα πλήκτρα μιας λιλιπούτειας υπολογιστικής που είχε χωμένη στο δεξί συρτάρι του γραφείου. Στην κρίσιμη φάση μάλιστα της σούμας, με κίνηση αποφασιστική κατάφερνε το τελειωτικό κτύπημα στο ENTER, έσκυβε για λίγο στο συρτάρι, γεράκωνε την αύξηση του ποσού κι ακαριαία τ’ αυτιά του φωτίζονταν.

Φιγούρα γκρίζα, μέσα κι έξω: Πανταλόνι και πουκάμισο, φρύδια κι αραιά μαλλιά, όλα σε αποχρώσεις γκρίζες, ειδικά τ’ αξύριστά του γένια που κολυμπούσαν μέσα σ’ ένα γκρίζο βρώμικο και ρηχό. Το όλο σύνολο έδενε, εν ολίγοις, σ’ ένα κατασκεύασμα θλιβερό κι απερίγραπτο. Παρόλα αυτά, σκεφτόμουν, κείνη η άθλια μορφή είχε κατορθώσει να εμπνεύσει δέος και σεβασμό σ’ όλη την επικράτεια, ίσως γιατί όντως το γκρίζο εμπνέει σεβασμό στα βελάζοντα πλήθη, ίσως όμως και γιατί ως πρώην βουλευτής του απελθόντος κυβερνώντος κόμματος εξακολουθούσε να βολεύει τους ημέτερους με επιτυχία. Μανούλα στον μικροκομματισμό, άσος στις ίντριγκες και τις διαπλοκές, περνούσε ακόμη η μπογιά του.

«Καλημέρα σας. Είμαι δω για την αποζημίωση… μετά την απόλυσή μου θα…»

« Ξέρω, ένα λεπτό, κάθισε…»

Δεν εδέησε να σηκώσει το βλέμμα. Αρειμάνιος συνέχιζε να μπαινοβγαίνει στα χαρτιά μηχανικά, ψηλαφητά, σχεδόν τυφλά. Συμπλήρωνε τα ευρήματα και διεκπεραίωνε τους φακέλους με ευλάβεια, αργά και σταθερά, σίγουρος πέρα για πέρα για το απεριόριστο του χρόνου του στον πλανήτη. Ακουμπούσε μετά τους φακέλους στ’ αριστερά, στη θέση των εξερχομένων, και καθώς η ώρα περνούσε, τα χαρτιά στοιβάζονταν το ένα απάνω στο άλλο με διαρκώς αυξανόμενη ετοιμόρροπη κλίση. Tρεις φορές μάλιστα, πίστεψα πως ο άτσαλος πύργος θα σωριαζόταν στο πάτωμα, και τρεις φορές χίμηξα να τον συγκρατήσω, μα ξανακάθισα: Κατά έναν παράξενο τρόπο, ο μουντός εκείνος σωρός κρατιόταν ακόμη όρθιος παρόλο το φορτίο. Λίγο όμως να τον ακουμπούσα στα θεμέλια, λίγο να τον άγγιζα και θα ’πεφτε. Θα γινόμουν ρεζίλι. Γι’αυτό κάνοντας δεύτερες σκέψεις, κράτησα μια λογική απόσταση ασφαλείας, ευχόμενος από μέσα μου κάποια στιγμή να σωριαστούν όλοι οι φάκελοι στο πάτωμα και να χρειαστεί τρία τέρμινα να τους συμμαζέψει. Κάνω κάπου-κάπου τέτοιες ευχές.

Το δωμάτιο μύριζε όχι τα κλασικά ιώδια και αλκοόλ, αλλά ένα περίεργο κράμα από μπαγιάτικα πεθαμενίστικα μαλλιά και τηγανητό κρεμμύδι: O όροφος, εκτός από γραφείο, συστέγαζε και το ενδιαίτημά του, που μοιραζόταν μετά τον θάνατο της γυναίκας του – από πρόωρη γεροντική άνοια – με τη δεύτερή του σύζυγο, μια ξεχαρβαλωμένη Βουλγάρα, παλιά χορεύτρια που σίτεψε. Γι’ αυτό κι από τη διπλανή πόρτα ακουγόταν ο ήχος τσιγαρίσματος σε τηγάνι: Η κυρία Σαμαρά θα τηγάνιζε ποιος ξέρει τι αηδίες. Και δεν ήταν μονό αυτό. Την αποπνικτική ατμόσφαιρα πολιορκούσε κι ένα αμπαλάζ από βρόμικο πατσουλί που γυρόφερνε στον αέρα από ώρα. Κάνα μπουκαλάκι φτηνή κολόνια, σκέφτηκα, που θα σούφρωσε από καμιά γριά άρρωστή του στην κλινική. Ατμόσφαιρα με άλλα λόγια αμιγώς εμετική. Όλα τα γερασμένα απομεινάρια της ζωής που ξέρω, έχουν αυτό το κουσούρι: Μαζεύουν γύρω τους ό,τι φανταστείς. Τι τα κάνουν ένα βήμα πριν την εξαφάνισή τους;

Είχε κρεμάσει και το σακάκι – φως φανάρι μόδας της δεκαετίας του εξήντα ραμμένο σε εμποροράφτη της εποχής – σ’ έναν ξεχαρβαλωμένο προπολεμικό καλόγερο, που βρισκόταν στητός ακριβώς δίπλα μου στ’ αριστερά, ίσα-ίσα για να με τρελαίνει: Απ’ την τσέπη του πολυκαιρισμένου πέτου, κρέμονταν ένα λιγδιασμένο τσαλακωμένο καρό μαντήλι – το δίχως άλλο κι αυτό ιστορικής αξίας – που οι μύξες του είχαν στεγνώσει, δίνοντάς του μια στέρεα όψη. Δεν αντέχω αυτά τα μαντήλια. Κάθε που τα βλέπω να καταχωνιάζονται στις μύτες γριπωμένων συνταξιούχων ή να κρέμονται από ξεφτισμένες τσέπες ηλικιωμένων, κάνω την ίδια σκέψη: Κάποιοι θα πρέπει να τα πλένουν τούτα τα πατσαβούρια. Φέρνω στο νου τη διαδικασία πλυσίματος ενός τέτοιου μαντιλιού, ακούω το ξερό κριτς-κρατς κι ανακατεύομαι.

«Ξέρετε κύριε…»

«Μια στιγμή…»

Ως εκεί. Το ίδιο απότομα ξανασίγησε. Βυθίζοντας το σώμα του περισσότερο στα χαρτιά, έμοιαζε τώρα πιο πολύ με λουόμενο που τον τραβάει ρουφήχτρα στα έγκατα μαύρου ωκεανού παρά με επαγγελματία γιατρό. Ήταν γνωστός γι’ αυτή του την ικανότητα: Σου απαντούσε πάντοτε μονολεκτικά, δυο-τρεις λέξεις το πολύ, αφήνοντας σκόπιμα να αιωρείται στην ατμόσφαιρα κάτι αόριστο κι ημιτελές σαν απειλή. Και μετά την απαραίτητη παύση των δέκα αιώνων που ακολουθούσε, συμπλήρωνε ακόμη ένα μισόλογο και ξαναχανόταν. Και συ εκεί: Να εύχεσαι διακαώς να ’ναι μόνο προσωρινή η βουβαμάρα του, να μην είναι τίποτα εγκεφαλικό και σου προκύψει μια αχαμνή σάρκα στα χέρια, που θα πρέπει μετά να μεταφέρεις στο πλησιέστερο νοσοκομείο απλωμένη σαν άδεια κάλτσα στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου σου.

Τη θανατερή εκείνη ηρεμία του γραφείου διέκοπτε μόνο η βαριά του ανάσα, που γινόταν όλο και πιο ανατριχιαστική, καθώς ο αέρας μετά δυσκολίας περνούσε μέσα από τις πυκνές κατακίτρινες τρίχες των ρουθουνιών του, λυγίζοντας τις μέσα-έξω σαν κατάξερα στάχυα.

Δεν επέμενα άλλο. Το είχε σκοπό να συμπληρώνει φακέλους μέχρι τη δευτέρα παρουσία και σίγουρα δεν είχα την υπομονή ν’ αναμένω έναν Ιησού να δώσει τέλος σε κείνη τη φρίκη. Λες και διάβασε όμως τη σκέψη μου, ανασήκωσε για πρώτη φορά τα μάτια απ’ τους φακέλους και κοιτάζοντάς με πάνω απ’ τα μισοφέγγαρα των πρεσβυωπικών του γυαλιών, ίσα που ψέλλισε:

«Μισό λεπτό…»

Μισό λεπτό. Και μετά τι; Καταχείμωνο και η σόμπα σβηστή. Πάγωνα, τα δόντια μου κροτάλιζαν, χουχούλιαζα τα χέρια, μάταια όμως. Σηκώθηκα και νευρικά άρχισα να περπατώ πάνω-κάτω, μπροστά απ’ τη βιβλιοθήκη σαν νευρόσπαστο. Για να περάσει η ώρα, άρχισα να περιεργάζομαι τα βιβλία, έχοντας το κεφάλι λυγισμένο δεξιά. (Πάντα διαβάζω τους τίτλους των βιβλίων στα ράφια με λυγισμένο το κεφάλι δεξιά, θα ’χει να κάνει με την ηλίθια κατασκευή του εγκεφάλου μου). Μου πιάστηκε όμως το σβέρκο και ισιώνοντάς το, έβαλα στόχο να διαβάσω τους τίτλους με όρθιο τώρα κεφάλι. Μου βγήκαν τα μάτια. Ξανακάθισα. Εξάλλου δε βρήκα τίποτα το ενδιαφέρον: Μόνο παλιά ιατρικά βιβλία των αρχών του αιώνα με σκοροφαγωμένα ξώφυλλα, παλιές ερωτικές νουβέλες και διαλυμένα περιοδικά που για τον φόβο των Ιουδαίων δεν τολμούσες ν’ ακουμπήσεις. Πού και πού παραταγμένα στα κενά ανάμεσα στα βιβλία, φρικτά κιτς μπιμπελό, πλαστικές όρθιες άγκυρες, παναγίτσες και κορνίζες με τον Σαμαρά έφηβο σε πόζες αλά Τσινετσιτά: To μάγουλο γυρτό ν’ ακουμπά στη φούχτα κι ανάμεσα στα δάχτυλα τσιγάρο σβηστό. Κι ακόμη γαλαζόπετρες, μάτια αντιβασκανικά, φτηνά κομπολόγια… Αυτό με σκοτώνει: Παίρνεις έναν φτασμένο γιατρό, πρώην βουλευτή, κι αυτός δεν έχει διαβάσει ένα βιβλίο της προκοπής. Να μη θεωρεί κανένα άλλο βιβλίο σημαντικό στη ζωή του εξόν από τα απαραίτητα για την οικονομική του ευμάρεια και τη συντήρηση της καταραμένης του ματαιοδοξίας. Τους μισώ αυτούς τους τύπους.

Βυθισμένος καθώς ήταν στα χαρτιά δε θα πρόλαβε να κατανοήσει τη φύση της τελευταίας εν ζωή πτήσης του: Πλησιάζοντας από πίσω, και γυρνώντας τον αστραπιαία προς το τζάμι, τον έσπρωξα με δύναμη. Η βαριά καρέκλα, με τον Σαμαρά θρονιασμένο σαν Καρδινάλιο, πέρασε μέσα από την τζαμαρία, θρυμματίζοντάς την με κρότο. Πριν χαθεί στο κενό, πριν το χάος τον καταπιεί μια για πάντα, πριν τον χορταστικό γδούπο της πτώσης στο τσιμέντο του πεζοδρομίου, οι ματιές μας για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου ξανασυναντήθηκαν.

Κατεβαίνοντας τις σκάλες, στον προθάλαμο του ιατρείου κάθονταν ένα ζευγάρι ηλικιωμένων. Η γριά ακίνητη, ανέκφραστη, σκυφτή με σταυρωμένα τα χέρια κι ο γέρος γερμένος μπροστά ακουμπούσε σ’ ένα μπαστούνι. Είχε ύφος απλανές κι οι κινήσεις του κεφαλιού του αργές και σπασμωδικές, παρκινσονικές. Ένευε σε κάτι σκιές που πλανιόνταν ύπουλα στον απέναντι τοίχο.