ΕΝΑΤΗ ΣΕ ΡΕ ΕΛΑΣΣΟΝΑ

ΓΙΑ ΜΗΝΕΣ ΤΟΝ ΚΥΒΕΡΝΟΥΣΕ ΦΟΒΟΣ. ΑΚΑΘΟΡΙΣΤΟΣ ΦΟΒΟΣ. Η Καλυψώ σπανίως σταμάταγε πια στο περίπτερο. Στο ελάχιστο εκείνο κλάσμα που άπλωνε το χέρι να πάρει το πακέτο, οι ματιές τους δεν συναντιόντουσαν όπως παλιά. Το δέρμα της δεν έψαχνε το δικό του. Το μόλις υποσχόμενο σκίρτημα των χειλιών της, όταν έλεγε «ευχαριστώ», δεν ολοκληρωνόταν. Περίμενε πλέον τα ρέστα κοιτώντας χαμηλά. Η προαίσθηση μέρα με τη μέρα φούντωνε.

Σε ώρες διδασκαλίας.

Στην αρχή, πριν την έλευση της κατακλυσμιαίας αγωνίας, περνούσε με το ποδήλατο έξω απ’ το Ωδείο. Ο χώρος εκείνος του στοίχειωνε το νου. ‘Hθελε να μπει, να δει, αλλά τρόμαζε. Τρόμαζε την αοριστία του φόβου, δεν ήξερε από πού να πιαστεί. Αποδεχόταν τότε την εκδοχή που του ‘διναν οι νότες του πιάνου: Τη φανταζόταν ευλαβική, σκυφτή με ανοιχτά χέρια να χαϊδεύει κείνα τα πλήκτρα που μοιάζανε μ’ απλωμένη σιαγόνα. Ήταν κι οι φωνούλες των παιδιών που τη συνόδευαν. Ηρεμούσε, απέσειε τους φόβους, δεν λοξοδρομούσε ανεπανόρθωτα ακόμη ο λογισμός του. Από ένστικτο ένιωθε κιόλας την ιερότητα των μαθημάτων, δεν ήθελε να ενοχλεί και προσπερνούσε

Κι ύστερα τα μεσημέρια.

Τελευταία η Καλυψώ δε σχολνούσε στην καθορισμένη ώρα. Καθυστερούσε μισή, μια, ενάμιση ώρα, κάποτε και περισσότερο. Στην αρχή το θεώρησε σύμπτωση. ‘Οταν όμως η αλληλουχία των συμπτώσεων απέκτησε αρμονία, πεταγόταν ξανά μέχρις εκεί: Το κτήριο, χωρίς τα παιδιά, επέστρεφε προσωρινά στην γκρίζα σιωπή του παρελθόντος του, με τη μεν πόρτα κλειστή, αλλά το παράθυρο πολλές φορές μισάνοιχτο. Πίσω από τα πεταρίσματα της κουρτίνας διέκρινε κάποτε και κινήσεις σκιών. Λογικοφανείς σκιές, είχαν στην κίνησή τους σκοπό. Μια φορά μάλιστα, του φάνηκε σώμα γυμνό ανδρικό να διασχίζει βιαστικά ένα πλαίσιο φωτός. Μάλλον πλάσματα της φαντασίας του, σκεφτόταν.

Το ωδείο ως κατασκευή δεν έλεγε και πολλά πράματα. Νεοκλασικό χαλαμάντουρο, με ξεφτισμένους σοβάδες και σκουριασμένες σιδερόβεργες στα παράθυρα, έφερνε ως σύνολο το χρώμα σάπιας πατάτας. Ούτε να πεις απείχε και πολύ απ’ το δρόμο. ‘Ισα ίσα που τον χώριζε απ’ το μυστήριο, ένα λιπόθυμο πέτρινο τοιχάκι πνιμένο στην κάπαρη: ‘Οταν άνθιζε μοσχοβολούσε. Κλωθογύριζαν τότε τα άνθη κάτι παράξενες αγριομέλισσες. Tα παιδιά που τις φοβόντουσαν κρατούσαν απόσταση. Τα καλοκαίρια, που τ’ αγκάθια κατάξερα απλώνουνταν στις πέτρες, το τοιχάκι γινόταν αδιάβατο. Τότες ούτε κι οι μεγάλοι πλησίαζαν. Θα ακουμπούσε το ποδήλατο στη σιδερένια καγκελόπορτα, πέντε βήματα, ένα κλεφτάτο κοίταγμα και θα ‘βλεπε. Θα τού ‘φευγε η αγωνία. Μπορεί και να μην ήταν τίποτα.

Από παιδί χοντρέλω πάνω, χοντρέλω κάτω. Παράτρωε. Λέγαν και για θυρεοειδή, αλλά το Ωδείο την έσωζε. Αντιστάθμιζε που δεν άρεσε, ό,τι έχανε σε ομορφιά το κέρδιζε σε κύρος. Οι άντρες, που διαφορετικά δεν τσιμπούσαν, στο άκουσμα «Μουσικοδιδάσκαλος» άλλαζαν γνώμη. Της δάνειζαν, πού και πού, μισό γυρτό κεφάλι: Την κοίταζαν. Από περιέργεια ίσως. ‘Εστω.

Εκείνος ήταν διαφορετικός. Ξερακιανός, κομμάτι σκολιωτικός, λιγάκι φαλακρός, ένας σαλεμένος αρουραίος της ζωής που επί πλέον σαραντάριζε. Οι μπερδεμένες χημείες τον έσπρωχναν βάναυσα, δεν είχε άλλα περιθώρια. ‘Ηταν και η στιγμιαία εκείνη επαφή της επιδερμίδας, ο αδιόρατος παλμός των χειλιών της, οι τακτικές στην αρχή επισκέψεις. Ούτε μόρφωση είχε. Οι σπουδές της όμως ώρες ώρες τον απογείωναν, τον αφαιρούσαν, τον έβγαζαν έξω από το κλουβί της αμάθειας. Σε κρίσεις αφηρημάδας μάλιστα, η οροφή του περιπτέρου ανηρπάσσετο. Mαζί της κι αυτός. Τον ανύψωνε τότε ένας ανεμοστρόβιλος σε θεόρατα ύψη, το περίπτερο ξεμάκραινε και χανόταν, μια κουκκίδα που θάμπωνε, θάμπωνε και έσβηνε. Από ψηλά έλαμπε μόνο η Καλυψώ. Το κλικ στο μυαλό του κατέληγε, ως εικός, σε εμμονή.

Οι αγριομέλισσες στην κάπαρη- κείνο τ’ απομεσήμερο- σβιν σβιν, πάνω κάτω, δεν είχαν αναπαμό. ‘Ηταν Ιούλης. Ο μακρινός ήχος μιας πυροσβεστικής έσκιζε τον ύπνο της σιέστα στα δυο. Την τελευταία στιγμή άλλαξε γνώμη. Δεν ακούμπησε το ποδήλατο στο κάγκελο. Φαντάστηκε τον ξηρό ήχο των δυο μετάλλων να τεμαχίζει την μεταμεσημεριάτικη ησυχία κι αναρίγησε. Το άφησε ν’ ακουμπήσει κάτω, και χώνοντας συνωμοτικά το σώμα ανάμεσα στα μισάνοιχτα κάγκελα, γλίστρησε προς το παράθυρο με την καρδιά να καλπάζει ανεξέλεγκτα σαν αφηνιασμένο άλογο ονείρου.

Το εμπριμέ σεντόνι το θυμάται πολύ καλά. Σκέτο αραβούργημα με κόκκινες και χρυσές περικλοκάδες, απλωνόταν στα πόδια του πιάνου αμέτοχο. Mια λεπίδα φωτός που έβγαινε απ’ το θηκάρι του ήλιου έμπαινε απ’ το φωταγωγό και το χτύπαγε κατευθείαν στο κόκκινο. Φωσφόριζε στην αντηλιά έντονα, για μια
στιγμή τυφλώθηκε. Το άλικο χρώμα, αδίστακτο και σκληρό, τον πόνεσε. Θυμήθηκε που ήταν μικρός…

Φεύγανε απ’ τη γιορτή του Κατακλυσμού, εκείνος κι η μητέρα. Τον βαστούσε σφιχτά, τον έσερνε. Μια γκαζόζα ήταν αρκετή, δεν την έπαιρνε να του αγοράσει και δεύτερη. Διψούσε κι η θάλασσα γάργαρη ψιλοάφριζε. Διψούσε, διψούσε, διψούσε πάρα πολύ. Το θυμόταν αυτό πολύ έντονα. Το λιοπύρι τον μπογιάτιζε με κείνη τη ζεματιστή μπογιά του κατακαλόκαιρου, τα μάγουλά του ζεμάτιζαν, τα ‘νιωθε να φουσκώνουν. Να φουσκώνουν και να κοκκινίζουν. Να κοκκινίζουν και να καίνε. Να καίνε πολύ. Η γλώσσα του, στεγνή κατάστεγνη, πλατάγιζε στον ουρανίσκο απελπισμένα. Δεν άντεχε άλλο. Και τότε ξέφυγε. Τράβηξε το χέρι απότομα κι απελευθερώθηκε. Η μητέρα ούτε που πρόλαβε. ‘Επεσε με τα μούτρα στο κύμα. Βούτηξε το κεφάλι και ρούφηξε λαίμαργα. Δεν κατείχε ακόμη τις αλμύρες.

‘Εβηχε παρατεταμένα. Σαν ρόγχος. ‘Ενιωθε να τον σκίζουν από μέσα, από το στομάχι ίσα με το λαιμό. Μέχρι που είδε το αίμα ανάμεικτο με σάλια να πετιέται και τα ‘χασε. Κυματιστές κολλώδεις κλωστίτσες κατέβαιναν απ’ το στόμα κι ανέμιζαν στο μαϊστράλι. Στις αναστροφές του αέρα μπαίναν και στα μάτια. Θυμάται πολύ καθαρά που τα ‘χασε. Θαρρούσε τυφλώθηκε.

Τάχατες να τυφλώθηκε και τότες; Εκεί πάνω απ’ το σεντόνι; Στη φυλακή μετά, ρωτούσε για χρόνια τον εαυτό του. Πώς κατάφερε όμως τόσο τέλεια τις μαχαιριές; Εκατόν πενήντα έξι σύνολο. Τις μέτρησαν μία μία. Δεν άφησε κατοστό για κατοστό αχάραγο στο σώμα του άλλου. Την Καλυψώ τη σεβάστηκε. Τη βρήκαν γυμνή με την πλάτη στον τοίχο, εμβρυϊκή να σφικταγκαλιάζει κουλουριασμένη το δικό της σώμα. Με το που μετέφεραν το σκοτωμένο μακριά της, συρρικνώθηκε ακόμη πιο πολύ. Μια μάζα σφικτή, ένα κουβάρι ψυχής χαμένο.

Σηκωτή την πήρανε στη Νευρολογική κλινική, σηκωτή τη φέρανε σπίτι. Στα τόσα χρόνια, δυο φορές όλες κι όλες αποτόλμησε να βγει. ‘Ηταν όμως αρκετές. Οι πάντες, ταμπουρωμένοι πίσω από τα μικροαστικά τους τείχη, την πολυβολούσαν όνειδος και περιφρόνηση. Τα παιδιά τη γιουχάιζαν, οι άνδρες την απέφευγαν, το όνομά της απέπνεε τρόμο κι αποστροφή. Η απύθμενη εσωστρέφεια, η ένταξη στο καραβάνι της μοναξιάς είχε πια ολοκληρωθεί. Ωδείο και μουσικές τετέλεσται: εγκαταλείπει για πάντα την πίστα της ζωής, παρατάει άπαξ δια παντός τη μουσική!

Αυτή που μια ζωή διατυμπάνιζε: «Μία είναι η γλώσσα, η μουσική, η γλώσσα της αγάπης, μόνο αυτή καταργεί τα σύνορα, μόνο αυτή ενώνει τους ανθρώπους, μόνο αυτή τους κάνει αδέλφια…», το κλειδί του σολ μην ακούσει πια ούτε γι αστείο. Παρελθόν ο Μπετόβεν, εσαεί ξεκούρδιστο το πιάνο, εξορίζονται τα γραμμόφωνα, βουβαίνουν κι οι δίσκοι.

Περνούν τα χρόνια σαν αδέσποτοι τροχοί, ξυπνάει ένα πρωί και την καλημερίζει στον καθρέφτη γνωστή φυσιογνωμία. Στο γυαλί ποζάρει τώρα οικεία μορφή μεσόκοπης κυρίας. Φέρνει όντως κάτι από θεία Καλυψώ: Πόδια χοντροσάλαμα, γοφοί μ’ ανοικονόμητες λάρδες, μάγουλα με τριχάρες κατσικίσιες, προγούλια που κρέμουνταν.

Με χίλια παρακάλια της ανοίγουν το «Κατάστημα μουσικών οργάνων», που ‘χω τώρα εγώ. Η σχέση της όμως με τα όργανα, σχέση αποστειρωμένη, εξ αποστάσεως: Δεν τ’ ακουμπούσε ποτές. Ούτε και να τ’ αποχωριστεί όμως ήθελε. Μ’ άδεια χέρια μπαίναν οι πελάτες, μ’ άδεια φεύγανε:«Τούτο από φτηνό ξύλο, σίγουρα που θα σου σαπίσει, το πολύ-πολύ σ’ ένα τέρμινο. Tούτο, μερόνυχτα να το κρένεις δεν κουρδίζεται με τίποτα. Τ’ άλλο, κείνο στη βιτρίνα, ξέχασέ το, ιμιτασιόν είναι, το ‘χουμε για μόστρα».

Βλάστησε. Κοιμόταν, ξυπνούσε στο μαγαζί. Σε προχωρημένο εμφύσημα εδέησε επιτέλους να ξεκολλήσει γιατί έπρεπε να τη μεταφέρουμε άρον άρον στην κλινική: Οσημέραι μελάνιαζε. Τότε ακριβώς μου μεταβίβασε και τον τίτλο ιδιοκτησίας. Μα κι απ’ την εντατική, πριν η ανοξία αμοληθεί για τα καλά και τα κάνει λίμπα στο σαλόνι του μυαλού της, ρωτούσε επίμονα για την πορεία του μαγαζιού. Την πληροφορούσα ότι το μαγαζί πάει κατά διαόλου: «’Αστα, ρε θεία», της έλεγα, «μην το συζητάς, κεσάτια, μεγάλα κεσάτια, πάνε μήνες να πουλήσω όργανο» κι αμέσως έλαμπε, ξαναγεννιόταν! Την τελευταία φορά όμως με κοψοχόλιασε: «Κι αλίμονό σου! Στη διαθήκη μου το λέω καθαρά: Μια φορά μόνο να με γράψεις, μια χρονιά μόνο να μη μου κάνεις συναυλία και στο παίρνουν το μαγαζί, πάει στο κράτος. Και να θυμάσαι “Κλασική βραδιά Καλυψούς” θα την ονομάσεις. Με συμφωνική ορχήστρα απ’ το εξωτερικό, όχι σαν κι αυτή του υπουργείου που ‘ναι μόνο για τσίρκο. Και θα παίζει μόνο την ενάτη του Μπετόβεν σε Ρε ελάσσονα. Τ’ ακούς; Mόνο την ενάτη!»

Γι αυτό, μην κοιτάτε τώρα που πουλώ εισιτήρια φυτεμένος από τ’ απόγευμα έξω απ’ το θέατρο του δήμου. Δεν είναι γι αβάντα, αλλά για σκοπό ιερό. Από τότε που σχωρέθηκε το ‘χει συνήθειο: Kάθε που πλησιάζει το μνημόσυνό της, μου ανατριχιάζει την πόρτα αποβραδίς απαιτώντας τη συναυλία της.

Είναι όντως αγκάθι μια τέτοια επιμονή και δε χρειάζεται. Τι σημασία έχει που δεν έχω πουλήσει ακόμη ούτ’ ένα εισιτήριο, που δεν έχω καπαρώσει ούτ’ ένα μουσικό; ‘Οπως κάθε χρόνο, έτσι κι απόψε, τη συναυλία θα την κάνω βρέξει χιονίσει. Την ξέρω άλλωστε απέξω κι ανακατωτά. Μια βδομάδα πριν κουρνιάσει για πάντα στις αγκάλες του Μεγάλου Μουσουργού, πρόλαβε να με ορμηνέψει: Αγκομαχώντας μου ‘κανε εντατικά μαθήματα γύρω από τα τέσσερα μέρη της ενάτης. Mε δική της κιόλας απαίτηση τύπωσα και πρόγραμμα όπου εξηγεί στους θεατές, λεπτό προς λεπτό, όλες τις κινήσεις της συμφωνίας.

Το πρόγραμμα το δίνω δωρεάν. Σκέφτομαι πως θα τους παίρνει τρία με τέσσερα λεπτά, το πολύ, να το διαβάσουν, και νιώθω ιδιαίτερα ευτυχής, γιατί συμβάλλω κι εγώ «ο άσχετος με τις τέχνες», όπως μου ‘λεγε, στην ανύψωση του καλλιτεχνικού αισθητηρίου του κοινού. Από μουσικές δε σκαμπάζω και πολλά πράματα, είχε πικράν πείρα η θεία. Δεν ήμουν απ’ τους τυχερούς, που γεννιούνται με μουσικά τσιπς φυτεμένα στο κεφάλι. Αυτά μου υπαγόρευσε, αυτά γράφω και στο έντυπο.

Τους λέω, λόγου χάρη, ότι η πρώτη κίνηση, το “Allegro ma non troppo”, μπορεί να ‘ναι στην αρχή λίγο ασαφής και τα έγχορδα να σε παγώνουν, μα θα πρέπει ν’ αντέξουν, γιατί στο μέσο ακριβώς θα τους λούσει ο γλυκός ορυμαγδός των τυμπάνων με τις τρομπέτες. Θα νιώσουν να πετάνε με φτερά ηρωικά. Η δεύτερη κίνηση, το “Molto vivace”, είναι η εισαγωγή στο τραγούδι της χαράς, γράφω, που θ’ ακουστεί απ’ το βαρύτονο στην τέταρτη κίνηση.

«Να τους προειδοποιάς, βρε», μου τόνιζε η θεία, «για την έκρηξη στην αρχή της δεύτερης κίνησης, μην τρομάξουν και φύγουν. Κι αν χαθούν στην τρίτη κίνηση να μην τους νοιάζει, να τους λες, γιατί είναι σαν να χάνονται στον παράδεισο των πρωτοπλάστων. Θα ‘ναι γλυκός ο χαμός τους».

Εκεί όμως που ‘δινε περισσότερη έμφαση, ήταν στην τελευταία, την τέταρτη κίνηση, στο “Presto-Allegro assai”: «Στο “Finale”, ο βαρύτονος θα τους ανταμείψει για την υπομονή τους, θα τους λες, με το τραγούδι της χαράς σε στίχους του Σίλερ». Βούρκωνε ξαφνικά κι ίσα που προλάβαινε ν’ αφήσει την τελευταία της παράκληση: «’Ολοι οι άνθρωποι είναι αδέλφια – alle Menschen werden Bruder- αυτό λέει ο βαρύτονος, θα τους εξηγείς, ποτέ να μην το ξεχνούν. ‘Oχι όπως τότε που…»

Είναι κιόλας τρεις ώρες που στέκομαι έξω απ’ το θέατρο, κι ούτε ψυχή δεν πλησιάζει. ‘Οπως και τις άλλες φορές, δείχνουν σαν κάτι να ξέρουν, γιατί με το που με σκιάζονται κάνουν πως κοιτάζουν αλλού ή αλλάζουν δρόμο. Είχε τελικά δίκιο η θεία Καλυψώ: Δεν εκτιμάνε ποτέ τους κόπους σου οι άμουσοι άνθρωποι. Μα δεν πειράζει, όπως πάντα αυτοί θα χάσουν.

Οκτώ παρά πέντε ακριβώς, πακετάρω και μπαίνω στο θέατρο. Ο θυρωρός μου κλείνει το μάτι καθώς ανοίγει, και του
30
βάζω με τρόπο το λάδωμα στη φούχτα. Κλείνω πίσω την πόρτα απαλά και διασχίζοντας την πλατεία ανεβαίνω στη σκηνή. Αγνοώ τους μουσικούς που ακονίζουν ακόμη τα δοξάρια και μπαίνω στα παρασκήνια απ’ το βάθος αριστερά. Επιστρέφω σε λίγο ντυμένος το επίσημο φράκο του διευθυντή της ορχήστρας και σαν έμπειρος και τελειομανής μαέστρος κάνω ένα τελευταίο έλεγχο στα όργανα: Ο ενισχυτής Γιαμάχα A-1000, το ψηφιακό είναι το τελευταίο μοντέλο της Σόνι και τα ηχεία είναι Mόρτον-Σορτ, Εγγλέζικα, με το ειδικό σύστημα αυτοπροστασίας Πόζιτεκ.

Παίρνω με το δεξί τo τηλεχειριστήριο -που ‘ναι στενόμακρο σαν τετραγωνισμένο αγγούρι -και σίγουρος πια για την επιτυχία της βραδιάς κάνω τρία βήματα μπροστά, αντικρίζω με υποδειγματική ψυχραιμία το κοινό και υποκλίνομαι μία μόνο φορά, αξιοπρεπέστατα μπροστά στ’ άδεια καθίσματα κι αμέσως τους γυρνάω την πλάτη. Σηκώνω τα δυο μου χέρια ψηλά, λίγo πιο πάνω απ’ τους ώμους, σιγομουρμουρίζω κάτι τελευταίες νύξεις στα βιολιά και πατάω το “ΟΝ” του τηλεχειριστηρίου: Χαρίζω τα πρώτα δεκαπέντε δευτερόλεπτα στα έγχορδα, που με απαλό κρεσέντο πυροδοτούν την κατάλληλη στιγμή την πρώτη έκρηξη της συμφωνίας, κι αμέσως χάνομαι, γίνομαι ένα με το υλικό των ήχων.

Η συναυλία θα διαρκέσει εξήντα τρία λεπτά. Μέχρι την τέταρτη κίνηση, εκεί όπου θ’ ακουστεί το «όλοι οι άνθρωποι θα γίνουν αδέλφια», είναι τριάντα εννιά λεπτά και τριάντα δευτερόλεπτα ακριβώς. ‘Ετσι γράφει στο Σιντί.

Αυτό εξηγεί κι η θεία Καλυψώ σ’ όλους τους θεατές, στον καθένα ξεχωριστά, γυρνώντας από κάθισμα σε κάθισμα την ώρα που εγώ διευθύνω.

Tριάντα εννιά λεπτά και τριάντα δευτερόλεπτα, ακριβώς. Δεν είναι πολλά άμα το σκεφτείς.