Η ΜΕΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΙΑ ΕΔΩ

«When I’m good, I’m very good, but when I’m bad, I’m better»

Μae West

ΑΡΑΓΜEΝΟΣ ΣΕ ΠΑΓΚΑΚΙ, ΠΡΩΙ-ΠΡΩΙ ΣΤΗΝ ΠΡΟΚΥΜΑΙΑ, ΜΕ βαράει ο ήλιος κατακούτελα και γλαρώνω ηδονικά. Το ‘χω πια συνήθειο. Κάθε που έχω ρεπό απ’ την εφημερίδα, κλείνω ραντεβού με το ιώδιο κι αναρροφώ λαίμαργα φως. Οι τρέχουσες ειδήσεις συσσωρεύονται κάποτε σαν χρέη στο μυαλό, δεν τις προλαβαίνω, βραχυκυκλώνομαι κι είναι οι ώρες αυτές βάλσαμο.

Παρακολουθώ μέσ’ απ’ τα βλέφαρα τους ψαράδες να ξεφορτώνουν την ψαριά της ημέρας, κι αναπάντεχα το σκοινάκι της ρουτίνας σπάνει. ‘Eνας υπνάκος που με γυρόφερνε στα μάτια πετιέται έξω, ακούω παράξενες φωνές και λαχαίνει να ‘μαι αυτόπτης κι αυτήκοος της εξής απρόσμενης εικόνας: Κάτι αργόσχολοι πειρατές και ψαράδες από άλλες βάρκες έχουν όλοι ανεβεί στο «Λενιώ», μαζεμένοι γύρω από μαύρο όγκο που ‘ναι σκεπασμένος με μουσαμά σαν Χολιγουντιανό πτώμα σε δρόμο της Νέας Υόρκης, στο κέντρο της βάρκας. Τους ακούω να υποτονθορύζουν στην αρχή κάποιες πρόχειρες οδηγίες, ίσως και επιφυλάξεις, και μετά δυνατά κι αποφασιστικά κρώζουν για κάτι φοβερό, συνταρακτικό. Σκύβουν φουριόζοι, λύνουν τα σκοινιά, ξετυλίγουν ομαδικώς το μουσαμά με ένα εεεεώπ, κι αποκαλύπτουν το κήτος: ‘Eναν αυτούσιο καρχαρία!

Κοντά τρία μέτρα, απλώνεται ασάλευτος στο κατάστρωμα, και καθώς καλύπτει σχεδόν εξ ολοκλήρου το «Λενιώ», μοιάζει τώρα με κουρασμένο κολυμβητή σε σανίδα που ρεφάρει. Τον δένουν απ’ την ουρά, πετάνε το σκοινί με το γάντζο στην ξηρά απέναντι όπου καιροφυλακτεί σαν γάτα μηχανοκίνητο βίντσι, τον ανασηκώνει αυτό, κι έτσι ψηλά με φόντο τον ουρανό αναστρέφεται θαρρώ το σύμπαν: Ιχθύς εν τοις ουρανοίς!

Χαμηλώνει τον τεράστιο γάντζο κι αφήνει το θύμα να χυθεί κάτω σαν χοντροκομμένο καουτσούκ. Λύνει το σκοινί κι αποσύρεται. Ο έκπτωτος βασιλιάς είναι όντως να τον κλαις: ‘Αρτι καθαιρεθείς, κείται άτσαλα στο μουντό μπετόν της προκυμαίας όπου τον περιτριγυρίζουν τσούρμο οι περαστικοί, μάτσο οι ανίδεοι που προσέτρεξαν αλαλάζοντας σαν κανίβαλοι. Και τότε ξεχωρίζει απ’ τη μάζα εκείνος. Αποκόπτεται και μ’ ανάποδο βήμα, πίσω, πίσω, έρχεται και λουφάζει ακριβώς δίπλα μου στο παγκάκι. Τον αντιγράφω κοιτάζοντας λοξά: Θα ‘ναι δε θα ‘ναι σαράντα, θαμπό γκρίζο μαλλί, γενάκι αραιό- λες βομβαρδισμένο – και φοράει παλιομοδάτη φόρμα ΝΙΚΕ με το αντεστραμμένο κόμμα στο μέσο μιας ξεθυμασμένης φανέλας: Σύνολο εν ολίγοις άκηδο. Μαζεμένοςκαι να ‘χε ουρά πού να τη δεις; – σκυφτός και τρέμει. ‘Εχει στυλώσει το λάμπον όμμα στο ανοικονόμητο κήτος ενώ ταυτόχρονα με τα χέρια απλωμένα στους μηρούς τρίβει τα γόνατα με μανία, πάνω-κάτω, κάτω-πάνω σαν σαλεμένος, το δεξί του μανίκι αναστατώνει το δικό μου. Στη δεξιά φούχτα σφίγγει μια δέσμη κόλλες A4 ταλαιπωρημένες. Μαζεμένες με συνδετήρα στην απάνω αριστερή γωνία έχουν αρχίσει να ζαρώνουν ακαλαίσθητα στις άκρες και κάνουν αυτάκια.

«Βλέπεις; Το υποπτευόμουνα. Ο καρχαρίας δεν ήταν άτρωτος τελικά όπως πίστευε η Mέη. Γι αυτό χάθηκε. ‘Αρα ούτε κι εγώ είμαι άτρωτος!»

«Eίσαι και συ μήπως καρχαρίας;», το ρωτώ δειλά.

«Μα και βέβαια, δε βλέπεις;» κι απότομα σηκώνεται. Τυλίγει μεμιάς τη φανέλα μέχρις απάνω κι ενεός κοιτάζω: Η κοιλιά, τo στήθος, ο λαιμός ίσα σχεδόν με τα ριζάφτια, ώμοι χέρια και καρποί, όλα κατοστό με κατοστό καλυμμένα μια μεζούρα γαλαζωπά, ελαφρώς σκοτεινόχροα λέπια! Aνοίγει μετά το στόμα διάπλατα κι ανατριχιάζω: Τα δόντια του προσεκτικά λιμαρισμένα καταλήγουν όλα το ίδιο αιχμηρά σαν θυμωμένα! Σουλουπώνεται, κινάει να φύγει και μετανιώνει. Κοντοστέκεται. Γυρνάει και ξανακάθεται δίπλα μου.

«Σε ξέρω, είσαι δημοσιογράφος. Ναι, είμαι καρχαρίας, κι άμα δε με πιστεύεις να, διάβασε αν σου κοτά αυτό! ‘Εχω εδώ βήμα προς βήμα καταγραμμένη όλη την ιστορία: Tου καρχαρία, εμένα και της Mέη. Δεν αντέχω άλλο αυτό το μυστικό»

Παίρνω με αγωνία το γραπτό απ’ το χέρι, γέρνω πίσω και διαβάζω επί τόπου:

Η MΕΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΙΑ ΕΔΩ

«Η Μέη λάτρευε πιο πολύ τους καρχαρίες, γιατί πίστευε ίδια πάστα μ’ αυτήν, της μοιάζανε: ‘Aτρωτοι κι αμόλυντοι, χωρίς περιττούς συναισθηματισμούς, σκίζαν τα φοβερά πήγματα του βυθού πρόσω ολοταχώς για το θύμα με την πληγή. Γι αυτό κι ασπάστηκε νωρίς νωρίς το όνομα Mέη. Από τη Mέη Γουέστ. Θαύμαζε τον ατίθασό της χαρακτήρα και τα αποφθέγματά της με πάθος.

Πίστευε ότι ναι μεν σωματικά ανήκε στ’ ανθρώπινο είδος, αλλά ψυχικά το από μέσα της- ανήκε στο είδος του καρχαρία, πάνω-κάτω σαν καρχαρίας τραβεστί. Αυτός ήταν κι ο λόγος που στην περίπτωσή μας δεν έκανε ποτέ πίσω από τον πραγματικό της στόχο: Tη διαιώνιση των γονιδίων της, την κοινωνική και βιολογική της καταξίωση, το γάμο. Εγώ ανένδοτος. Το άκουσμα της λέξης και μόνο μου ‘φερνε, μαζί με τον πανικό, κι όλα εκείνα που είχα ζήσει στον προηγούμενο μου γάμο: Τις φοβερές ενοχές, τ’ αδυσώπητα διλήμματα και κυρίως τα παιδιά. Οι τρυφεροί αυτοί ψυχή τε και σώματι πρίγκιπες που κρέμονται απ’ τα δυο σου χέρια, τα λιγοστά γραμμάρια του μυαλού σου. Να θέλεις να φύγεις κι όλο να τ’ αναβάλλεις, γιατί δε θες να τα πληγώσεις. Μέχρι που μια μέρα είναι πια αργά.

‘Eτσι, τώρα που οι ερωτικές μέρες καταχωνιάζονται μια μια στις σκοτεινές αυλές του παρελθόντος, και το μυαλό απαλλάσσεται απ’ την ψευδαισθησιογόνο ασβόλη, μπορώ επιτέλους ν’ ανοίξω τούτο το φάκελο της σχέσης μου με τη Mέη. Ψύχραιμος τώρα, καθώς αρμόζει σ’ έναν καρχαρία, θα ‘θελα να επαναφέρω στο φως για πρώτη φορά όλες εκείνες τις μέρες που πέρασα μαζί της. Τώρα μάλιστα μπορώ, γιατί η Mέη επιτέλους δεν είναι πια εδώ. Το μαρτυράν άλλωστε και τα μάτια μου: ‘Ωρες ώρες από μαύρα μετατρέπονται αυτόματα σε άσπρα, κι άλλες πάλι φορές μοιάζουν να μην έχουν ζωή, σαν τα μάτια μιας κούκλας.

‘Eξι μήνες κιόλας αυτοεξόριστος, στο διαμέρισμά μου της οδού Ναυπλίου, είμαι έτοιμος για τούτο το ταξίδι στους κόσμους της Mέη κι ανυπομονώ. Αυτάρκης σε πείσμα, ανατροφοδοτούμενος εκ των ενόντων, με άδεια πλέον την μπαλάσκα της καρδιάς, τα ‘χω τώρα όλα υπό έλεγχο. Το τηλέφωνο: Σηκώνω τ’ ακουστικό όποτε μου γουστάρει, ειδαλλιώς δεν πα να κτυπάει μέχρι σκασμού, λέω δεν πρόκειται να συμμετάσχω ξανά σ΄ αυτήν την παγίδα της δήθεν επικοινωνίας με την κάθε τσούλα, ο κόσμος να χαλάσει. Το ψυγείο: Aκλόνητος πάγος εμπιστοσύνης, τo ακούω που ώρες ώρες συντρομάζεται στις παύσεις του πίσω απ’ τον τοίχο και δε με νοιάζει. ‘Αστο να κλατάρει, τόσο πάγο τι να τον κάνω; Mπούχτισε από δαύτον η ψυχή μου.

Δίπλα και το κομπιούτερ, αυτός ο αγόγγυστος έξυπνος βλάκας που με ξελασπώνει, με συναρμολογεί κάθε τόσο που η ζωή μου ασυντόνιστη θρυμματίζεται. Υπό έλεγχον και τα κάδρα με τα πτυχία στους τοίχους, δε με προκαλούν πια. Παραμένουν εκεί, ανέγγιχτα φοβερά απομεινάρια αλλοτινών εποχών με τις προβλεπτές εκβάσεις των μαχών: Εγώ κι οι ξέφρενες κούρσες στην πίστα της σοφίας, όπου στο τέλος νικούσε πάντα με διαφορά η αχανής γνώση.

Κι όταν κάποτε αποκαΐδια θύμησης μπάζουν απ’ τις χαραμάδες, κάτι σαν γάντζος με υφαρπάζει και πατσαβουριασμένο με προσγειώνει σ’ αυτό το ξέφωτο γνώσης που φτάνει κανείς μόνο σαν διασχίσει το σκοτεινό δάσος της οδύνης. Είναι κάτι τέτοιες στιγμές που άθελα ο νους τρέχει στον «εμποράκο» του Μίλερ:

«.…βγαίνοντας απ’ τη ζούγκλα ήμουνα πλούσιος, η ζούγκλα είναι σκοτεινή, αλλά γεμάτη διαμάντια, Γουίλι».

Και λέω: ‘Αρα δε θα πρέπει να ‘μαι ο πρώτος, αλλά ούτε κι ο τελευταίος, έτσι θα πρέπει να γίνεται πάντα: Για να φτάσεις στην ευτυχία – την πλήρη ισορροπία – ανάγκη να περάσεις μέσ’ απ’ την κόλαση, είναι ίσως ο μόνος δρόμος.

‘Ολα υπό έλεγχον λοιπόν. Λέω καιρός και γω ν’ ανασάνω. Τώρα που η ορμόνη του έρωτα – η φαινύλ-αιθυλαμίνη- στέρεψε κι οι πληγές κλείνουν, δικαιούμαι αυτό το ταξίδι στους αποφτιασιδωμένους πια δρόμους του έρωτα. Μ’ αυτά που πέρασα μαζί της τ’ αξίζω. Τώρα που οι παραισθήσεις μια μια αποχωρούν, θα ‘θελα να ξορκίσω μια κι έξω το φάντασμα της Mέη. Αραχτός στο παράθυρο σχολικού λεωφορείου, καίγομαι να φύγω μακριά, μαθηταρούδι με τα μάτια περίεργα να χάσκω κοιτάζοντας έξω. Εκστασιαζόμενος καθώς θα μου αποκαλύπτεται λεπτό προς λεπτό η φρικτή κατάληξη της σχέσης μου με τη Mέη.

Με τη μύτη λοιπόν κολλημένη στο τζάμι του λεωφορείου, αφού πρώτα με την απαλάμη ανάστροφα καθαρίσω το γυαλί απ’ τα χνότα, τα δέντρα ξεμακραίνουν, το τοπίο αλλάζει, η Mέη επιστρέφει, στο πλάι της εγώ, η οθόνη ξεχειλίζει αιμάτινο αφρό, η ταινία με τα σαγόνια έχει αρχίσει, οι έλικες της μνήμης ξετυλίγονται…

‘Ολα ξεκίνησαν από το κοινό μας πάθος, τον κινηματογράφο. Εκείνη σπουδαγμένη με Mάστερ Οφ ‘Αρτς- με ακαταλαβίστικα του τύπου «ιδεολογικό μοντάζ» και «φιλμικός χρόνος»- εγώ εμπειρικά, μ’ έτρωγε λάχανο στη θεωρία. Στην αρχή ήταν οι πρωτοπόροι σκηνοθέτες κι οι ταινίες κουλτούρας: «Θωρηκτό Ποτέμκιν», «Kλέφτης ποδηλάτων», «’Αγριες φράουλες», «Ο ένοικος». Και μετά η «Μπλε ταινία»: Η Mέη διορατική, ντε και καλά ν‘ αποστηθίσουμε τον ύμνο της αγάπης που απάγγελνε η χορωδία στο τέλος του φίλμ : «Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπην δε μη έχω, γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλάζον».

Παρέλασαν μετά μία μία όλες οι γνωστές «ιστορίες αγάπης». Η εμμονή της στα λαβ στόρι- με ευτυχισμένο πάντα τέλος- θα ‘πρεπε να με βάλουν από τότε σε υποψίες, γιατί έδειχναν τις πραγματικές της προθέσεις. Εγώ όμως, φορώντας διαρκώς τα μαύρα ματογυάλια του έρωτα, δεν έβλεπα καθαρά. Και τότε μπήκε φουριόζος ο Σπίλμπεργκ με τα «Σαγόνια» του: Η ταινία όπου ο αιμοδιψασμένος καρχαρίας, από γαλάζια άβυσσο, προβάλλει τις Βεζούβιες σιαγόνες του και κατασπαράζει έναν έναν τους αχάπαρους λουομένους. Την ταινία, αν και θέμα του Mάστερ της, η Mέη την είχε ξεχάσει. Είχε περάσει όμως κιόλας χρόνος κι απέφευγα τη λέξη «γάμος». Γι αυτό και κάλεσε σε βοήθεια το συνοδοιπόρο καρχαρία.

Πόσες φορές είδαμε το φιλμ ούτε που θυμάμαι. ‘Εφτασα όμως αισίως να ξέρω την κάθε σκηνή απ’ έξω κι ανακατωτά, τους διάλογους φαρσί, κι όλα αυτά σε φθαρμένες βιντεοκασέτες. Κατέληξα για χάρη της να σέρνομαι από βιντεάδικο σε βιντεάδικο, ψάχνοντας την κασέτα στα σκονισμένα μεταμοντέρνα κιτς ράφια σαν τυφλοπόντικας. Επειδή η ταινία κομμάτι ντεμοντέ δεν την έβρισκες εύκολα. Και δεν ήταν μόνο αυτό:H Mέη για να εμπεδώσει πιο σωστά τις μοβόρικες δαγκανιές, μπορούσε να δει την ταινία τρεις ή και τέσσερις καμιά φορά συνεχόμενες βραδιές! Μαζί μου φυσικά.

Βυθισμένος μέχρι τα μπούνια σε κείνο το μακελειό, μπορούσα στο τέλος ν’ απαγγέλνω όλους τους διάλογους εκ του προχείρου, ντουμπλάροντας τους πρωταγωνιστές πριν καν ανοίξουν το στόμα τους! Ακόμη και τώρα, έξι μήνες μετά από κείνη τη βραδιά, ώρες ώρες συλλαμβάνω τον εαυτό μου να σιγοψιθυρίζει τα λόγια του μισοφαγωμένου ναύτη, τα λόγια που περιγράφουν τον τρόμο του θύματος πριν τη δαγκανιά:

“Αυτό που χαρακτηρίζει τον καρχαρία περισσότερο είναι τα μαύρα του μάτια, που μοιάζουν να μην έχουν ζωή σαν τα μάτια μιας κούκλας. Καθώς έρχεται κατά πάνω σου δε μοιάζει να ‘ναι ζωντανός. Και τότε σε ξεσκίζει κι αυτά τα μαύρα μάτια μετατρέπονται αυτόματα σ’ άσπρα !”

‘Ερχεται ακόμη στον ύπνο μου και η άλλη σκηνή όπου ο ειδικός επί των εναλίων θηρίων Χούπερ, απευθυνόμενος στο Βόγκαν αναλύει τόσο εύστοχα την καρχαριανή προσωπικότητα:

“Κύριε Βόγκαν, εδώ έχουμε να κάνουμε με μια τέλεια μηχανή…μια μηχανή που τρώει. Είναι το θαύμα της εξέλιξης των ειδών. Και το μόνο που κάνει αυτή η μηχανή είναι να κολυμπά και να τρώει και να φτιάχνει μικρά καρχαριάκια, και τίποτ’ άλλο”.

Αυτό μου τσαμπούναγε κι η Mέη μέρα νύχτα: “Βλέπεις; Κι οι καρχαρίες έχουν ανάγκη από οικογένεια, ακόμη κι αυτοί έχουν ανάγκη από καρχαριάκια”, μου τόνιζε. ‘Hταν πλέον φανερό. ‘Εβλεπα πού το πήγαινε. Ενδόμυχα όμως τη θαύμαζα. Είχα πεισθεί πλέον πως ήταν εξίσου δυνατή κι αποτελεσματική με τον καρχαρία. Φταίει και κείνος ο Χούπερ. Χάρη στα λόγια του, πίστεψε πιο πολύ στον εαυτό της. Σαν ένα άλλο καρχαροειδές θαύμα της φύσης, πείστηκε πως είχε και τη θέληση και τα εφόδια για να επιμείνει στις θέσεις της.

Μα και γω δεν είμαι άμοιρος ευθυνών. Ο καρχαρίας με βόλευε. Ο νόμος της επικράτησης του δυνατού που τόσο πιστά εφάρμοζε το τέρας, μου ‘δινε εκείνη την εποχή την αίσθηση του επικυρίαρχου στα αισθήματα. Κάτι δηλαδή που δεν ήμουν. Εφόσον ο καρχαρίας τα ‘χε όλα υπό έλεγχο, μη έχοντας ανάγκη από αισθήματα για την επιβίωσή του, γιατί να μην του μοιάσω, έλεγα; Γιατί εγώ να είμαι τόσο ευάλωτος; Δεν πλήρωσα αρκετά τούτη την αδυναμία μου στον προηγούμενο μου γάμο; Αυτός κήτος, εγώ όμως άνω θρώσκων άνθρωπος. Γιατί όχι; Πίστευα πως ένα τουλάχιστον κοκαλάκι του καρχαρία θα το ‘χα σίγουρα μπασμένο στην κατασκευή μου. Ειδαλλιώς πώς άντεχα το καρχαριομανές πείσμα της Mέη; Γιατί δε με τσάκιζε; Σαγονοσυνεπαρμένος εν άλλοις, ζούσα συνεχώς ανάμεσα στον τρόμο: Από τη μια μη χάσω τη Mέη, κι από την άλλη μη μου λείψει η φτηνή πρέζα που μου πουλούσε ο καρχαρίας.

Γι αυτό και κείνη την περίοδο δε μ’ απασχολούσε τίποτ’ άλλο, εξόν από τη Mέη. Τέρμα οι μουσικές μου αναζητήσεις, διάβασμα γιοκ, παρελθόν το ενδιαφέρον για τις καλλιτεχνικές και πολιτικές ίντριγκες στις εφημερίδες. Η καριέρα μου, στην εταιρεία πληροφορικής όπου δούλευα, στάσιμη, έσπαζε μύτη η ανεξήγητη διακοπή της μέχρι πρότινος ανοδικής μου πορείας. Πού καιρός για πεζότητες. Η έβδομη τέχνη υπέρ άνω όλων κι υπέρ άνω αυτής η Mέη. ‘Εφτασα ακόμη ν’ ασπάζομαι και τις αρρωστημένες ρήσεις των ρομαντικών όπως του Πεκ :

“ Αγάπη είναι η θέληση του ανθρώπου να επεκτείνει τον εαυτό του με σκοπό να καλλιεργήσει τη δική του ή ενός άλλου πνευματική ανάπτυξη”.

Τον πρώτο χρόνο την έβγαζα σχεδόν καθημερινά στο διαμέρισμά της, γυρνώντας σπίτι κατά τις πρωινές ώρες στις μύτες των ποδιών. ‘Εμενα τότε ακόμη στο πατρικό μου, προσωρινά δήθεν μετά το διαζύγιο. Η μητέρα μου, οιστριονικιά, επέμενε να μη μου επιτρέπει να ξενοκοιμάμαι κι ας είχα ήδη περασμένα τα σαράντα, έχοντάς στην πλάτη μάλιστα τρία χρόνια διαζυγίου. Επιπρόσθετα, δε δεχόταν με καμία δύναμη την παρουσία άλλου θηλυκού στο σπίτι. H Mέη βρισκόταν από καιρό στο Στοπ Λιστ της.

Κι αν έτυχε- στη χάση και στη φέξη- να περάσει η Mέη μερικές βραδιές στο δωμάτιό μου, αυτό οφειλόταν σ’ ένα σωρό ψέματα και προσυνεννοήσεις. Κείνες όμως τις βραδιές θα μου τις ζωγράφισε στη μνήμη ο Ραφαέλ. Δεν εξηγείται αλλιώς: Σαν τη “Μαντόνα στο λιβάδι” με τα δυο αγγελούδια στην ποδιά της, τα χρώματα απαλά, εφησυχαστικά, μια στρώση ανάλαφρης ηρεμίας καλύπτει τον καμβά της μνήμης απ’ άκρη σ’ άκρη. Η συμμετρία απόλυτη, στο μέσο εγώ κι η Mέη, ολομόναχοι, ναυαγοί στη δικιά μας γαλάζια λίμνη! Μπορούσα τότε, χωρίς πια την παρουσία του καρχαρία, να την μπάσω και στα δικά μου ενδιαφέροντα, μακριά από διαιωνίσεις γονιδίων και οικογένειες. Λαίμαργα ρουφούσε τους στίχους των αγαπημένων μου ποιητών, πρώτα, πρώτα του Πόε, δειλά δειλά όμως ασπάζετο και δικούς μου στίχους. ‘Εδειχνε ενθουσιασμένη και δεν έβρισκα λόγους να μην την πιστεύω. Η αδελφή ψυχή, που ‘ψαχνα στα όνειρά μου μια ζωή, ήταν γεγονός.

Η ταινία εξακολουθεί να με βομβαρδίζει για έναν ακόμη χρόνο, μέχρι που μια μέρα κάτι αλλόκοτο συμβαίνει: Mεσούντος του δεύτερου Μαρτίου διαπιστώνω με τρόμο ότι ο καρχαρίας δεν περιορίζεται πια μόνο στην ταινία. Τον βλέπω να κυκλοφορά ανενόχλητος παντού! Μπορούσε πλέον να πετάγεται και έξω απ’ το γυαλί, και να κατακρεουργεί κατά βούληση. ‘Ενας ροζέ αφρός αναδυόταν αθόρυβα και δέσποζε παντού: Κυριαρχούσε στους δρόμους και τ’ αυτοκίνητα, στα μάτια και το δέρμα των ανθρώπων, στα περιoδικά και τα βιβλία, στα σαγόνια των σκυλιών και των γατιών, παντού. Αγάλι αγάλι, ανεπαίσθητα, τα πάντα γύρω μου έμοιαζαν με χερσαίες αρένες που τον ανέμεναν να εισέλθει μεγαλοπρεπώς.

Και μια καλή πρωία ό,τι χειρότερο: Συλλαμβάνω τον εαυτό μου καρχαρίζοντα: Η συμπεριφορά μου να γίνεται όλο και πιο απότομη, όλο και πιο ψυχρή, πιο σπασμωδική, πιο υπολογισμένη. Τη νηφαλιότητά μου, που οι πάντες είχαν να λένε, την αντικαθιστά μια υφέρπουσα επιθετικότητα απέναντι σε όλα: Στο προσωπικό του γραφείου, στους συγγενείς που μεμψιμοιρούσαν για την αηδιαστική μου υποδούλωση στη Mέη, σε όλους γενικά, ακόμη και στον μπακάλη της γειτονιάς.

Με τον ερχομό όμως του δεύτερου χειμώνα, ένα βράδυ ως δια μαγείας, εντελώς ανεξήγητα, το κτήνος δε φαίνεται πουθενά! Βλέπω την ταινία, αλλά καρχαρία δε βλέπω! Η όλη υπόθεση του έργου εκτυλίσσεται χωρίς το κήτος. Μιλάν, μιλάν οι ναυτικοί, έντρομοι φυσιοδίφες και μασημένα θύματα περιγράφουν τη δικιά τους εκδοχή, μα ο καρχαρίας άφαντος. Μέχρι που σκέφτηκα, προς στιγμής, την περίπτωση ενός ετεροχρονισμένου εν αγνοία μου μοντάζ. Απογοητευμένος και μη έχοντας πια πού αλλού την κεφαλήν κλίναι, στρέφω την προσοχή μου πιο πολύ στη Mέη. Αρχίζω να την εξερευνώ κι ανακαλύπτω έκπληκτος αφόρητα ψεγάδια! Πρώτο πρώτο στον κατάλογο της κατεδάφισης η πρωταρχική πηγή της οιστρηλασίας, το σώμα: Κάτι στα πόδια, οι γοφοί που αχλαδοποιούνταν αναφανδόν, λίγο τα δόντια της, τα μαλλιά της που αραίωναν επικίνδυνα μπροστά, το μπόι της, κι ο μύθος της μέχρι πρότινος τέλειας γυναίκας- ελέω λειψής εγκεφαλικής ουσίας – πάει περίπατο. Τα ελαττώματα οσημέραι αυξάνονται και πληθύνονται, η απομυθοποίηση μέρα με τη μέρα εκτραχύνεται κι η ερωτική χίμαιρα σαν αδειανό πουκάμισο ξεκολλάει από τη Mέη και χάνεται.

Nιώθωντας η Mέη την απειλή έγινε πιο σαφής: Γάμος αυθωρεί και παραχρήμα. Στην άρνησή μου αντιδρούσε με μανία εκδικητική. Αναλογιζόταν τάχατες την κρίσιμή της ηλικία, τα χρόνια που έχασε δήθεν μαζί μου και τρελαινόταν. Κι αφού πίστευε ίδια πάστα με τον καρχαρία, οργιζόταν ανάλογα και νάσου το μακελειό: Δαγκανιές στα μπράτσα, στην πλάτη, στο λαιμό, όπου λάχαινε. Κι ο ροζέ αφρός να επανεμφανίζεται μεγαλοπρεπής, να πλημμυρίζει τ’ αυτοκίνητο και το σπίτι, να φουσκώνει και να χύνεται προς τα έξω. ‘Ανοιγα πόρτες παράθυρα ν’ αναπνεύσω, πανικοβλημένος προσπαθούσα ν’ απαλλαγώ απ’ τον κόκκινο επιδρομέα. Εις μάτην: Δεν προλάβαινε να κλείσει η μια πληγή και νάσου την άλλη. Πώς τον ανεχόμουν έναν τέτοιον εξευτελισμό, σκέφτομαι τώρα; ‘Οντως ήταν υποτιμητικό. ‘Ηθελα όμως και χρόνο να σκεφτώ. Η κατακλυσμιαία έλευση των γεγονότων δε μου άφηνε περιθώρια για μεγάλες αποφάσεις. Δεν ξεγράφεις εύκολα μιαν αδελφή ψυχή.

Ο επικείμενος χωρισμός έπαιρνε σάρκα και οστά, η αντίστροφη μέτρηση πλησίαζε το μηδέν, αλλά δεν είχα πού να καταφύγω. Επέλεγα τότε τη
σιωπή και το ροκ. Θυμάμαι προ πάντων κείνους τους στίχους των Πινκ Φλόιντ από το «Δε Γουόλ». Σε μιαν απέλπιδα προσπάθεια να κρατηθώ, να βρω τη δύναμη για να ξεφύγω, μονολογούσα ξανά και ξανά: «Νιώθω σφικτός σαν επίδεσμος, ψυχρός σαν λεπίδα στεγνός σαν φέρετρο»

Τη βραδιά εκείνη, η Mέη επέμενε να παρακολουθεί αδιάφορη για μια ακόμη φορά την ταινία. Η άγνοιά της για μένα, που δίπλα της καιγόμουν μέσα στα φρικτά μου αδιέξοδα, ήταν συγκλονιστική. Καθόμουν δίπλα της, σκεφτόμουν τον καρχαρία και τον ζήλευα. Πού βρήκε τη δύναμη να δραπετεύσει από την ταινία, πώς μπόρεσε να ξεφύγει από το γυαλί τόσο εύκολα; Aντάριασα. Σηκώθηκα κι απότομα χωρίς λέξη, χίμηξα κατά την πόρτα. ‘Ανοίγω και κατρακυλώντας στις σκάλες, βρίσκομαι στο δρόμο. Μπαίνω στ’ αμάξι, στο τσακ είμαι να γίνω φτερό, μα μια μόνο στιγμή πριν μου φτιάξει ο χρόνος παλιά σελίδα πατάω φρένο: Μέσ’ απ’ το καθρεφτάκι συλλαμβάνω τη Mέη όρθια στο μπαλκόνι μα…περίεργο, αν και φυσάει η κουρτίνα δεν πεταρίζει! Η Mέη τυλιγμένη το τούλι μοιάζει άγαλμα με νυφικό, ένα ακόμη θαμπό θύμα χρονομίχλης.

Σβήνω τη μηχανή και κατεβαίνω ρομποτικά σαν υπνωτισμένος. Ακουμπάω την πλάτη στην κλειστή πόρτα και ξανακοιτάζω: Η κουρτίνα πλαναρίζει μεν στον αέρα, μα τώρα άδεια δίχως γυναίκας σώμα τυλιγμένο το τούλι! Αφουγκράζομαι προσεκτικά κι ίσα που αισθάνομαι φύλλα μουσικής να θροΐζουν: Είναι το μουσικό θέμα της ταινίας. Δεν αντέχω, τα ερωτικά κατάλοιπα μού δίνουν το χέρι και μ’ οδηγούν απάνω. Ανεβαίνω μέχρι τη μισάνοιχτη πόρτα, γλιστράω μέσα και κοιτάζω: Το δωμάτιο άδειο. Μόνο η τηλεόραση και στην οθόνη ο κατακρεουργημένος ναύτης με τη φωνή σμπαραλιασμένη να περιγράφει:

“Μπαίνεις στο κλουβί, το κλουβί μπαίνει στη θάλασσα, μπαίνεις και συ στη θάλασσα. Κι ο καρχαρίας είναι στο νερό, ο δικός μας καρχαρίας!”

Ψάχνω τη Mέη μέσα κι έξω απ’ τα δωμάτια, ψάχνω μέσα μου, ψάχνω παντού. Πουθενά. Ξανακοιτάζω όμως και στην οθόνη: Στο κλουβί, που καταβυθίζεται αργά αργά στη θάλασσα, τη βλέπω: Oι μπάρες ανοίγουν κι η Mέη βγαίνει μόνη κατάμονη στον ωκεανό. Τραβάω λιγάκι πίσω, παίρνω φόρα και βουτώντας περνάω μέσα απ’ το γυαλί και μπαίνω στην ταινία. Την πλησιάζω από μπροστά, ανοίγω το στόμα και τα μάτια μου αυτόματα γίνονται από μαύρα άσπρα σαν τα μάτια μιας κούκλας.»

«ΤΕΛΟΣ»

 

Ακουμπάω το γραπτό στα γόνατα συγκλονισμένος κι οι ματιές μας συναντιούνται. Με κοιτάζει ίσια στα μάτια και παγώνω. Νιώθω να σοβεί στο κοίταγμά του κάτι σκληρό κι ακαθόριστο σαν απονενοημένο.

«Και τώρα», μου λέει, «καιρός ν’ απαλλαγώ μια κι έξω κι από κείνον».

Δεν προλαβαίνω να τον συγκρατήσω. Πετάγεται απάνω σαν ελατήριο, ξεχύνεται, κι αλλοπαρμένος πέφτει όπως όπως στη θάλασσα. Τρέχω, στέκομαι στην αποβάθρα κι από ψηλά τον παρακολουθώ αποσβολωμένος: Μισοβυθισμένος μπαινοβγαίνει στο νερό, μπήγει τα νύχια στις σάρκες του και γδέρνεται αλύπητα, λυσσασμένα. Απεγνωσμένα προσπαθεί ν’ απαλλαγεί από το δέρμα του καρχαρία, χαράζεται από τα πόδια μέχρι το λαιμό και το νερό κοκκινίζει, κοκκινίζει κι η κηλίδα μεγαλώνει, μεγαλώνει κι απλώνεται σαν θυμός.

Είναι γι αυτό που κάθομαι τώρα δίπλα στον υπολογιστή περίλυπος. Μεταφέρω στον επεξεργαστή το αυριανό κείμενο και δυσκολεύομαι. Σκέφτομαι τους δυο καρχαρίες και τα δάκτυλά μου, αναπάντεχα δύσκαμπτα, δε λυγίζουν στα πλήκτρα όσο πρέπει. Καλυμμένα μια μεζούρα γαλαζωπά- ελαφρώς σκοτεινόχροα- λέπια, δεν είναι όπως παλιά.