Γιατί να σε θυμάμαι πάντα έτσι ;
έξω στο κατώφλι
με το κόσκινο στην ποδιά σου
καθάριζες στάρι, μπορούσε και σησάμι
ή και φακές.
Τα περιστέρια στην ταράτσα
μετρούσαν τ’ άχρηστα σπόρια.
Μετρούσαν τις ώρες, τους κόπους, τα δάκρυα
κείνη την απέραντη λίμνη μοναξιάς
που χανόσουνα μετρούσαν, μετρούσαν…
Άνοιγα το ξωπόρτι,
έτριζε αυτό και μετά γαλήνη σ
αν σε παλιά εκκλησιά
που ο Χριστός σε κοιτάζει
κάθε φορά γ
ια πρώτη φορά.
Μα ναι, θα ‘ταν Άνοιξη τότε
στα μάγουλα σου άνθιζε μια ανεμώνη
και γινόμουν ξανά μωρό στο στήθος σου
ήθελα να την κόψω και με φίλαγες.
” Το φαΐ είναι στο τραπέζι”
Αχνιστό με μια δόση αμέτρητης αγάπης.
“Μητέρα έκλαψες πάλι σήμερα;”
Το φαγητό ήταν αλμυρό.
‘Έξω το κόκκινο,
Αμέριμνο αμέτοχο
ταξιδεύει μ’ έκσταση παλινδρομική
το στάρι
χιλιάδες μικρές παλάμες
ζητωκραυγάζουν
χιλιάδες μικρά χειροκροτήματα
για σένα
που χανόσουν σε μιαν έκσταση
παλινδρομική,
που χάθηκες…