Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΣΤΕΚΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΕΝΑ ΕΒΕΡΕΣΤ ΠΙΟ ΨΗΛΑ ΑΠΟ μένα και βαστά στα χέρια το φρεσκοσφαγμένο κεφάλι. Καθώς γέρνει προς τα δεξιά κρατά το αιμάσσον κεφάλι σ’ απόσταση ασφαλείας, όσο γίνεται μακριά απ’ τις καινούργιες του μπότες. Το αίμα, που πέφτει στάγδην, αφρίζει σαν βιτριόλι απάνω στην ασβέστη του χρόνου, κατατρώγοντας τα πρώτα παιδικά μου βήματα στην αυλή. Και χωρίς βήματα πού να πάω ; Καμαρωτός καμαρωτός ο πατέρας, είναι ο άνθρωπος-Πίζα, έχει μια μόνιμη κλίση προς στα δεξιά, μα καθώς γέρνει, μου σκιάζει τη θέα προς τη μητέρα. Τη μητέρα, που πίσω απ’ το σφαγμένο κεφάλι διακρίνεται ακίνητη να γητεύει κάτι εκεί ψηλά στο ταβάνι. Εκεί, που μες απ’ τους δεκαοκτώ δοκούς της ψάθινης μοναξιάς μου αναβλύζει χάρις σε κείνη γλυκίζουσα θάλασσα, που με παρασέρνει μακριά απ’ το αίμα.
Ο πατέρας -γέρνοντας πάντα δεξιά- όπως κάθε χρόνο Σεπτέμβρη, μου αναθέτει την αποστολή τρεις μήνες πριν τη μεγάλη σφαγή. Θα πρέπει, κατασβένοντας τα βουβά ηφαίστεια των αντιρρήσεων και διασχίζοντας το ποτάμι της ευαισθησίας μου, να φτάσω στον τόπο διαλογής έγκαιρα για να επιλέξω το αρτιότερο θύμα ανάμεσα σ’ άλλες χιλιάδες υποψήφια θύματα. Καταφθάνω λοιπόν με σκοινιά κι αλυσίδες, κι αμέσως μου καίει το πρόσωπο η λαύρα του θύματος, που αυτό αγωνιά και γύρω πανηγύρι. Ανάμεσα στα τελάρα της δημόσιας αγοράς και στα διαλείμματα των ξέφρενων πανηγυρισμών, κάθε που οι τιμές του κρέατος και της γλιστρίδας πέφτουν, επιλέγω το θύμα επιθεωρώντας εκατοντάδες βρώμικα κλουβιά. Πληρώνω την αξία του σε τόνους φρίκης, που θα μου πλακώσουν το στήθος τη μέρα της μεγάλης σφαγής. Φέρνω το σκοινί γύρω απ’ το λαιμό του και φτιάνοντας κόμπο τρίπλοκο στερεώνω την άλλη άκρη του σκοινιού στον κρίκο της ζωής μου. Του δένω τα χέρια, το θύμα γρυλίζει κι υποχρεωμένος, βάσει των πατρικών εντολών, να υπερβώ την ευαισθησία μου, του δίνω την αγκωνιά στα πλευρά και…ουγκ καταπίνει τις διαμαρτυρίες. Σέρνω το θύμα δεμένο πισθάγκωνα μέσα στους παιδικούς δρόμους του οίκτου και το ρίγος, βήμα βήμα, κτίζει με πέτρες πελεκητές τα θεμέλιά μου. Σε τακτά χρονικά διαστήματα, αυστηρά δεκάλεπτα, στρέφω το κεφάλι προς τα πίσω κι ελέγχω το θύμα. Χωρίς παρωπίδες αυτό προσπαθεί να κλέψει, κάθε τόσο, βρούβες από τα πράσινα χείλη του δρόμου, μα τραβώντας εγώ απότομα το σκοινί το επαναφέρω σε τάξη. Γιατί είναι οι οδηγίες που έχω σαφείς: καμιά λοξοδρόμηση απ’ το πρόγραμμα, η κατάποση του θύματος είναι λειτουργία, που πρέπει να ελεγχθεί πρώτα απ’ τον πατέρα και σε περίπτωση βλάβης να σταλεί πίσω. Το κρατάω έτσι θεονήστικο κι ώρα απογευματινή καταφθάνω στην πλατεία. Σύμπασα η κοινότητα υποδέχεται το θύμα πανηγυρικά, αγνοώντας εμένα, τον κατά συνθήκη ήρωα. Κορυβαντιώντες θαυμάζουν την κορμοστασιά και τα σουσούμια του, που εμπνέουν εγγύηση για γενναία σφαγή και γερό φαγοπότι. Ο πατέρας την επομένη, γέρνοντας προς τα δεξιά, ελέγχει προσεκτικά το θύμα κι αφού το εγκρίνει, μου αναθέτει τη δεύτερη αποστολή: Για τρεις ολόκληρους μήνες, σαν ωκύπτερο γκρουμ, θα πρέπει να υπηρετώ το θύμα, μεριμνώντας για την ομαλή εξέλιξη του πάχους του. Μου κουβαλά, για τούτο, σακιά πίτουρα και δεμάτια αγριόχορτου, που ένα-ένα τσουβαλιάζονται ασφυκτικά στις αποθήκες του άγχους μου.
Μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει κι ο χρόνος κυλά αμέτοχος απάνω στις παγωμένες ράγες του χειμώνα, καθώς η μέρα της μεγάλης σφαγής πλησιάζει. Εγώ, πιστός στις εντολές του πατέρα, ετοιμάζω καθημερινά περί τα εκατονπενήντα γεύματα, όλα πλήρη μ’ ορντέβρ κι επιδόρπιο. Τρέχω έξω-μέσα, απ’ την κουζίνα στο χαγιάτι, απ’ το χαγιάτι στο δρόμο κι από κει στο κατάλυμα του θύματος, που αιώνια νηστικό, περιμένει εμένα για να ζήσει. Και ξανά πίσω… Αγάλι-αγάλι, το πρόσωπό του μέρα με τη μέρα γλυκαίνει κι είναι σαν να υπηρετώ κάτι από μένα, τρέμω για το μέλλον του αλλά τρέμω και τον πατέρα. Το αδηφάγο θύμα μου τρώει αλύπητα το χρόνο, μα το βάρος του όλο κι υπολείπεται του αναμενομένου κι η αγωνία μου γιγαντώνει. Πρέπει πάση θυσία να το παραδώσω εμπρόθεσμα ροδομάγουλο κι ευτραφές τη μέρα της μεγάλης σφαγής. Με τον πανικό να μου γεμίζει τα μάτια καταφεύγω στην ποδιά της γιαγιάς για συμπαράσταση, κι αυτή μ’ αποπέμπει με κλωτσιές, γιατί τα χαρακτηριστικά του προσώπου μου δε μοιάζουν στο γιο της, αλλά στη μητέρα. Κι έτσι μια βδομάδα πριν τη μεγάλη σφαγή, καταφθάνει ο πατέρας, που επανελέγχει το θύμα και το βρίσκει λειψό. Φουρκισμένος, ανεβαίνει πάλι στο Έβερεστ κι από κει πάνω με ψάχνει. Τρέχω κάθιδρος στο οικόπεδο αγνάντι και κρύβομαι μες στις λάσπες και τις τσουκνίδες. Το χόρτο με τσούζει, τσιρίζω και σμήνη ζουζουνιών καταφθάνουν για βοήθεια. Φορτωμένος ζωύφιο και λίγδα είμαι φτυστός το θύμα, ο πατέρας ξεγελιέται, δε με ξεχωρίζει και παίρνοντας την κλίση του σβήνει μες στο σκοτάδι. Ο κάμεραμαν της χειμωνιάτικης νύχτας μ’ εστιάζει κάτασπρο, με φόντο το ζόφο του τρόμου, όταν βήματα τσακίζουν την παγωμένη κρούστα της σιωπής. Ανασηκώνω το κεφάλι και βλέπω τη μητέρα να με καλύπτει από πάνω, με φτερούγες που ανοίγουν τα πέταλα του απείρου, πέρα ως πέρα. Μες από καλάθι μου βγάζει τ’ απαραίτητα για επιβίωση- ζεστό ψωμί και χάδι- και τα σύνεργα για να βοηθήσω το θύμα να δραπετεύσειτόλμη κι αυτοπεποίθηση. Με το που κοπάζει η πατρική θύελλα, γλιστράω πίσω, έξω απ’ το δωμάτιο του θύματος, κτυπάω την πόρτα, ακούω αδύναμο «μπρος» και εισβάλλω στον κόσμο της μπόχας. Η μητέρα, βιγλάτορας, φυλάει τσίλιες και νιώθω απόλυτα ασφαλής και σίγουρος για την επιτυχία του εγχειρήματός μου. Εξηγώ στο θύμα, γρήγορα γρήγορα, το σχέδιο κι αυτό γρυλίζοντας ενθουσιασμένο χοροπηδά πάνω-κάτω. Του καλμάρω την έξαρση κτυπώντας το ελαφρά στην πλάτη και του χαλαρώνω το σκοινί, που ήδη αρχίζει να εισδύει βαθιά στ’ αυλάκι του θανάτου. Του επιτρέπω μια τελευταία ζεστή σούπα από πίτουρα κι ανάβοντας σπίρτο νεύω στη μητέρα ότι έτοιμος και να ’χει το νου της στον πατέρα. Βγαίνουμε στο δρόμο και τα ρείθρα που ξυπνάνε μ’ ορμητικές νεροσυρμές καθρεφτίζουν απάνω τους την περηφάνια που νιώθω για την απόφασή μου. Σέρνω το θύμα- χαλαρά τώρα- και του επιτρέπω ν’ αρπάξει όσους βλαστούς θέλει από τα χείλη του δρόμου. Το περιμένω υπομονετικά να μασήσει καλά-καλά και ξανά προχωράμε. Ανεβαίνουμε τη γλιστερή ανηφόρα με τον άργιλο και μπαίνουμε στο δάσος με τις ακακίες. Ετοιμάζω με τα χέρια φιδωτό μονοπάτι και βιδωνόμαστε μέσα. Μπροστά εγώ και πίσω το θύμα φτάνουμε σε λίγο σε γούβωμα ασκητικού βουνού. Αφήνω προμήθειες στο καταφύγιο και λέω στο θύμα, όσο λείπω, να μη βγαίνει και δε θ΄ αργήσω.
Κατεβαίνω κάτω, ο πατέρας με ρωτά αμέσως αν ξέρω τίποτα για το θύμα και δείχνω πλήρη άγνοια και τάχα μου ανησυχία. Ψάχνει το θύμα μες στους αφρούς της οργής του και δεν το βρίσκει. Αναμοχλεύει όμως τα υγρά των γονιδιακών του καταβολών κι αναδύεται από μέσα η γιαγιά μου, που τον επιπλήττει αυστηρά για την κατάντια του. Πώς άφησε κοτζάμ θύμα να ξεφύγει; Κι έτσι, καθώς τα χρωματοσώματα του πατέρα ταξιδεύουν στριμωχτά μες στα βαγόνια της απόγνωσης, η γιαγιά τολμά και παρά την ηλικία της πηδά έξω. Αρπάζεται από κλώνο ακακίας και βρίσκει τα πόδια της μέσα στο δάσος με το φιδωτό μονοπάτι. Ίσως από ένστικτο, αλλά και γνωρίζοντας καλά τα μέρη, ακολουθεί το μονοπάτι και φτάνει έξω από την κρυψώνα του θύματος. Νιώθει αυτό βήματα έξω από την πύλη της σωτηρίας του, θαρρεί πως είναι δικά μου και πετιέται έξω. Η γιαγιά, που πονηρή καραδοκεί, πετιέται ξαφνικά μπροστά του, τ’ αρπάζει απ’ το σκοινί και σέρνοντας το βάναυσα, το κατεβάζει στο χωριό θριαμβευτικά. Το βλέπει ο πατέρας και χαίρεται αλλά η γιαγιά τον κοιτάζει κι έχει στα μάτια της περιφρόνια από εξήντα κιλά τσιμέντο. Οι μέρες περνούν κι είναι πια παραμονή… Είναι πια παραμονή της μεγάλης σφαγής κι ο πατέρας ήσυχος κοιμάται αγκαλιά με τα σύνεργα του: το μαχαίρι, τις καινούργιες του μπότες από αντεστραμμένο δέρμα και την άγνοιά του για μένα, που η φρίκη αρχίζει να μου πλακώνει το στήθος. Ξαπλωμένος στην πλώρη κρυφού χαμόγελου βλέπει τον εαυτό του προκαταβολικά δαφνοστεφανωμένο να ταξιδεύει πρόσω ολοταχώς για το στυγερό έγκλημα. Ξημερώνει όμως η μέρα της μεγάλης σφαγής κι ο πατέρας δεν είναι στην αυλή. Από νωρίς στην εκκλησία κανοναρχεί ακολουθώντας με άνεση τις περιπλανήσεις του ιερέα στ’ άγονα εδάφια των γραφών. Ψάλλει τον όρθρο και νιώθει περήφανος, που τ’ αυτιά του εκκλησιαζόμενου πλήθους ηδονίζονται με τη θεόσταλτη φωνή του. Ξεχνά έτσι το πραγματικό νόημα της μέρας -τη σφαγή του θύματος- και παρακολουθώντας υπνωτικά τις κινήσεις του ιερέα δε βλέπει τη γιαγιά, που αθόρυβα γλιστρά στην εκκλησία και ταιριάζει το σώμα της μέσα στο πλήθος. Μα ο ιερέας, που βλέπει τη γιαγιά, τρομάζει πολύ και φορώντας τα ιερά άμφια- στιχάρι, φελόνι, μίτρα κι επιμάνικα- ανυψώνεται μέχρι το θόλο της Βασιλικού ρυθμού εκκλησίας, σπάζει με τα φτερουγίσματα έξοδο, λυγίζει τα γόνατα, δίνει μια κι εξαφανίζεται στα ουράνια, όπως τρομαγμένος γύπας που αισθάνεται μοβόρο κυνηγό να πλησιάζει. Πετά ο ιερέας αλλού κι ο πατέρας νιώθοντας την απουσία του αναλαμβάνει μόνος την ολοκλήρωση της μαζικής φυγής. Κορυφώνεται η κατάνυξη κι η σωτηρία των ψυχών είναι σχεδόν σίγουρη, όταν η γιαγιά, μη αντέχοντας άλλη καθυστέρηση, αναμαλλιασμένη κι αφρίζουσα ορμά στον πατέρα και τραβώντας τον απ’ το γιακά του υπενθυμίζει το πραγματικό νόημα της μέρας. Ο πατέρας συνέρχεται και βιαστικά-βιαστικά παίρνει σβάρνα και τα υπόλοιπα εδάφια των γραφών, αφήνοντας σκόπιμα μερικά πίσω για να ψαλούν τον επόμενο χρόνο. Οι πιστοί, φτιαγμένοι μες στο λιβάνι, δε χαμπαριάζουν τίποτα και λυτρωμένοι φεύγουν, έτοιμοι για τη δική τους γιορτή. Τρέχοντας ο πατέρας, προλαβαίνει και φτάνει στον τόπο της μεγάλης σφαγής έγκαιρα. Το μαχαίρι, που από χθες περιμένει, αντανακλά στη λάμα του τον τρόμο του θύματος, μες στο ψυχρό φως του Δεκέμβρη. Εγώ δεν είμαι εκεί. Κρυμμένος βαθιά, σε γούβωμα ασκητικού βουνού, γίνομαι ένα με το χώμα, καθώς με τα δυο μου χέρια κλείνω σφικτά τ’ αυτιά. Κι όταν το εύθραυστο φράγμα των παιδικών χεριών διαπερνά η στριγκλιά, τόνοι φρίκης μου πλακώνουν το στήθος.
Είκοσι χρόνια μετά, στην Αχέλεια, εικοσιπέντε του Δεκέμβρη κι ο πατέρας έχει μόλις γυρίσει απ΄ την εκκλησία. Καθισμένος στο χαμόσκαλο, έξω στην αυλή, ρίχνει αργό βλέμμα στ’ απέναντι βουνό και του κόβεται το σκοινί της θύμησης. Αμολιέται η μνήμη και πετά σαν αετός με βαριά φτερούγα, πάνω απ’ το αποψιλωμένο παρελθόν του βουνού. Εκεί, που κάποτε ζούσε ένα δάσος μ’ ακακίες, φιδωτά μονοπάτια και γουβωτές κρυψώνες. Ο πατέρας έχει γυρισμένη την πλάτη στον τοίχο, μακριά απ’ τ’ αγιάζι, γιατί τελευταία, λέει, τον πειράζει εύκολα το κρύο. Βαστά στα χέρια τη φωτογραφία και με διαχρονικές ακτίνες την επεξεργάζεται τρυφερά. Σηκώνει το κεφάλι, με κοιτάζει και χαμογελά. «Θυμάσαι;» μου λέει, «τότε, κάθε Χριστούγεννα, ήταν το σφάξιμο του χοίρου μια γιορτή». Κοιτάζω τη φωτογραφία. Ο πατέρας στέκεται στην πόρτα, ένα Έβερεστ πιο ψηλά από μένα και βαστά στα χέρια το φρεσκοσφαγμένο κεφάλι. Πίσω απ’ το σφαγμένο κεφάλι, εκεί, που η μητέρα καθόταν ακίνητη και μου γήτευε γλυκίζουσα θάλασσα, υπάρχει τώρα ένα άσπρο κενό. Ένα τεράστιο άσπρο κενό.