ΕΦΤΑΣΕΣ ΚΑΙ ΣΥ ΣΤΑ ΟΡΙΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ, ΚΙ ΟΛΑ αυτά που διάβαζες για παραθανάτιες εμπειρίες ή εμπειρίες από την άλλη ζωή, σου ‘μελλε να τα δεις με τα μάτια της ψυχής σου. Ναι, τ’ άκουγες μα δεν τα πίστευες, οι ενδείξεις όμως ήταν συγκλονιστικές.
Σου ‘λεγαν πως τη στιγμή που κάποιος πεθαίνει, η ψυχή ενώ αποχωρίζεται το σώμα, δεν απομακρύνεται και πολύ απ’ το ναό της. Από ψηλά, συνήθως απ’ το ταβάνι, παρακολουθεί τα δρώμενα ήρεμα με ψυχραιμία πρωτοφανή. Και καθώς η διαδικασία του θανάτου προχωράει, εισέρχεται σε σκοτεινή σήραγγα με φως στην άκρη, πορεύεται επιπλέοντας για λίγο στο σκοτάδι, μπαίνει στο φως, κι είναι μετά στην άλλη ζωή τη δήθεν αιώνια και φωτεινή.
Πνεύματα ζεστά -χαμένα πρόσωπα αγαπημένα- την περιμένουν, κι είναι απόλυτα ευτυχισμένη. Τότε όμως είναι που θα πρέπει ν’ αποφασίσει αν θα γυρίσει πίσω ή θα μείνει.
Πέρασες λοιπόν και συ στην αντίπερα όχθη, δυο ώρες ακριβώς αφότου πέταξες κουτρουβάλα απ’ τις σκάλες τους αιμοδιψείς κι απρόσκλητούς σου φίλους. Να ‘χεις καβατζάρει με φρίκη τα σαράντα, στα πρόθυρα διαζυγίου η Μούσα της ζωής σου να σ‘ έχει εγκαταλείψει, κι αυτοί ζαβλακωμένοι απ’ τα ουίσκια να σε ταράζουν στα γενέθλιά σου, στις χαρούλες και τις αηδείς φιλοφρονήσεις. Κατέφυγες πού αλλού, στην εύκολη λύση, στα όνειρα, μα ούτε και στον ύπνο σου δεν άντεξες και νάσου την ανακοπή.
Κι έτσι τώρα εκεί κάτω, εσύ ξύλο ξερό κι από πάνω εγώ η ψυχή σου να σε φωτίζω όπως τη Νεκρή Θάλασσα η σελήνη. Από ψηλά έτσι τυλιγμένος το κουίλτ, μοιάζεις με μπαγιάτικο σάντουιτς ακατάλληλο προς βρώσιν, στο συζυγικό κρεβάτι που μοιράζεσαι με κείνη. Εκείνη που λες πως σου είναι πια μια ξένη, μια ύπαρξη φορτική. ‘Εψαχνες ώρα πολύ την προσφιλή σου στάση, την εμβρυϊκή, να σε λυτρώσει, μα προφανώς δε σου βγήκαν οι κινήσεις, το δάκτυλο που πιπιλούσες δε σε φλόμωσε με τις ίδιες ενδορφίνες όπως παλιά, κι έσβησες μετέωρος.
Τώρα πια τίποτα δεν ελέγχεις, το σώμα σου δεν τ’ ορίζεις, ριγμένος όπως όπως στο βαγόνι του θανάτου, φεύγεις ιλιγγιωδώς για το στρατόπεδο της ανυπαρξίας.
Από δω που βρίσκομαι όμως, δυο μέτρα και βάλε πάνω από σένα, ακούω μέσα σου βαθιά συντρίμμια σκέψης, που ακόμα ντιντινίζουν και λέω: Αφού σκέφτεσαι άρα υπάρχεις. ‘Ισως από κεκτημένη ταχύτητα ζωής, μπορεί όμως και λόγω Φρέντι Μέρκουρι, που μπημένος ακόμα στο μυαλό σου σιγοντάρει:
«Απ’ έξω το μακιγιάζ μου ξεγελά, μα μέσα μου βαθιά είμαι ο ίδιος, η παράσταση πρέπει να συνεχιστεί».
Ασπάζεσαι λόγια άλλων, θέλοντας να πείσεις- και να πεισθείς- πως στην ουσία δε λύγισες, παραμένεις έστω και κατόπιν εορτής ο ίδιος. Μα είχες αλλάξει, δεν ήσουν πια ο εαυτός σου και το ‘ξερες. Τη μάσκα των συμβιβασμών τη φόρεσες τόσες πολλές φορές που στο τέλος σου ‘γινε μια μέδουσα, κόλλησε στο πρόσωπό σου και σ’ έπνιξε. Θά ‘πρεπε να την είχες πετάξει από καιρό, μα σου ‘λειπε το θάρρος. Ακόμη και τώρα που εισέρχομαι στο φωτεινό τούνελ συνεχίζεις την πάγια τακτική σου: Aμφιταλαντεύεσαι.
Οι μεσοβέζικες λύσεις ήταν σήμα κατατεθέν σου, μα εκεί κοντά στα σαράντα τα δεδομένα βοούσαν: Το άτι του χρόνου, αφηνιασμένο, σού ‘χε ξεφύγει για τα καλά, ήταν μάταιο να το κυνηγάς, κι οι γυναίκες, οι αλλοτινοί μυστήριοι ναοί σου, στο τέλος μόνο μυστήρια δεν ήταν. Κι όλοι, ακόμη κι οι πιο δικοί σου, κάτι θέλαν να πάρουν από σένα, το «δωρεάν γεύμα» ήταν μύθος.
Σε σταθερό ανάερο οκλαδόν, γλιστρώ ήδη σαν Ολλανδέζικο Χόβερκραφτ καθοδόν προς το υπερπέραν, μα καίτοι εν κινήσει συνεχίζω από ψηλά να χαρτογραφώ τ’ αδιέξοδά σου. Σκέψου όμως και τη δικιά μου θέση: Εσύ μπορείς να λουφάζεις στα σεντόνια όσο θέλεις, μα εγώ το άυλο μισό σου θα μπαινοβγαίνω στο σωλήνα μέχρι ν’
55
αποφασίσεις αν θα μ’ ακολουθήσεις ή θα μείνεις. Αν θα επανέλθεις στην προσφιλή σου θεωρία πως ο έρωτας είναι ο μοναδικός αποχρών λόγος για να σέρνεται κανείς απάνω στον πλανήτη του παράλογου, και ως εκ τούτου θ’ ανανήψεις.
Να ‘μαι κιόλας στην αίθουσα υποδοχής στην άλλη διάσταση, κι ενώ οπτασίες πρόωρα χαμένων φίλων δειλά δειλά ξεπροβάλλουν, τα τηλεπαθητικά μου κιάλια στρέφονται και πάλι προς εσένα. Γερμένος στο ένα σου πλευρό εξακολουθείς να μοιάζεις σαν ένα άλλο ύπουλα χτυπημένο υποβρύχιο του Περλ Χάρμπορ, και ξαφνικά το σκηνικό αλλάζει: Καθώς απ’ τις γρίλιες το πρώτο φως του Μάρτη γλιστράει μέσα, τ’ αριστερό μικρό σου δάχτυλο σκιρτάει, τα βλέφαρα σου τρεμοπαίζουν κι ανοίγεις τα μάτια! Θα πρέπει να επιστρέψω.
Παραθανάτιες εμπειρίες λοιπόν, τέλος. Επανέρχομαι στη βάση μου, κοιτάζω μέσα στην καρδιά σου που ξαναχτυπάει και ξέρω: Είναι το Σύνδρομο Ερωτικής Αποστέρησης που φταίει για την ανακοπή, σου ‘λειψαν χάδια κι επαφή. Γι αυτό και τώρα, που στα δισκοπότηρα της φύσης ο έρωτας ξεχειλίζει, σκέφτηκες υστερόβουλα ν’ αρπάξεις ακόμα μιαν ‘Ανοιξη, κι είσαι ξανά πίσω.
Γιατί όμως τώρα το δεξί σου χέρι ανυψώνεται, πετάει πάνω απ’ το κορμί εκείνης, που λες πως πια δε σε συγκινεί, και πέφτοντας την αγκαλιάζει σαν παλαμάρι; Ναι, της τυλίγεις μέση, αφαλό και κρύβεσαι πίσω απ’ την πλάτη της με ύφος θρασύ κι ανήξερο, κατά τα ειωθότα!
Αλήθεια, γιατί τη σφίγγεις σε στιλ τρομαγμένου παιδιού και σιωπάς;
Χαίρεσαι για τα καλά τη θερμαντική εκπομπή του άλλου, όταν μια στιγμή που ξυπνά γέρνει πίσω και σε πλακώνει. Σε νιώθω που πάλι ασφυκτιάς, γραπώνω τα ψυχο-μπαγκάζια για να φύγω, μα μ’ εκπλήσσεις: Θα ‘ναι γλυκιά η πνιγμονή ανάμεσα σε κείνη και την κουβέρτα, με μισάνοιχτο στόμα καθώς χαμογελάς δείχνεις να την απολαμβάνεις! Είναι όντως τούτο ανεξήγητος σαδομαζοχισμός, μετά απ’ όσα της έχεις κάνει και με το δίκιο της, ανάμεσα ύπνου και ξύπνιου, την ακούω μια στιγμή που σε ρωτά «Γιατί;»
Θέλει να ξέρει το λόγο που απόψε την αγκαλιάζεις, γι’ αυτό πρόσεξε! Πριν χαράξει για τα καλά, θα πρέπει να βρεις τη λέξη τη σωστή, μην πέσεις πάλι στα μισόλογα και τις αντιφάσεις. Αυτό το σώμα που σε καλύπτει, θα ‘ναι το τέλος σου ή η αρχή.