Τώρα άμα θες,
περνάς άφοβα στην απέναντι πλευρά.
Οι οιμωγές πίσω από το βουνό
κόπασαν
και οι ποιητές
που κατρακύλησαν εκεί
πνίγηκαν στα σημεία στίξης.
Δεν σας το είπαν;
Ορίστηκε το ραντεβού
μα η οργή δεν σάλπαρε
την κατάλληλη ώρα.
Βυθίστηκε αύτανδρη, λένε,
στα αφαλατωμένα οικόπεδα
των στιγμών.
Είναι και οι εκλεκτές συνάξεις,
οι συνελεύσεις, οι απαγγελίες,
τα σουαρέ.
Οι νέοι ευσταλείς κι αξύριστοι,
τατουάζ, αναβολικά,
με ποια δανεική φωνή να μιλήσεις
για όλα αυτά;
Οι συνετοί ούτε κι αυτοί προσήλθαν.
Στοιβάχτηκαν στ’ αμπάρια
ίδια όπως οι ορμές του ωκεανού
επιστρέφουν στους φυσητήρες
των φαλαινών.
Μας πρότειναν και πάλι τη νύκτα,
μα τέτοιοι που ήμασταν
το σκοτάδι πέρασε από μέσα μας
χωρίς να μας αγγίξει.
Και είπαμε ως εδώ.
Η θάλασσα να γεμίσει πουλιά,
και στον ουρανό να πετάνε ιχθύες.