Tης εσχατιάς.

Τώρα άμα θες,
περνάς άφοβα στην απέναντι πλευρά.
Οι οιμωγές πίσω από το βουνό
κόπασαν
και οι ποιητές
που κατρακύλησαν εκεί
πνίγηκαν στα σημεία στίξης.
Δεν σας το είπαν;

 

Ορίστηκε το ραντεβού
μα η οργή δεν σάλπαρε
την κατάλληλη ώρα.
Βυθίστηκε αύτανδρη, λένε,
στα αφαλατωμένα οικόπεδα
των στιγμών.

 

Είναι και οι εκλεκτές συνάξεις,
οι συνελεύσεις, οι απαγγελίες,
τα σουαρέ.
Οι νέοι ευσταλείς κι αξύριστοι,
τατουάζ, αναβολικά,
με ποια δανεική φωνή να μιλήσεις
για όλα αυτά;

 

Οι συνετοί ούτε κι αυτοί προσήλθαν.
Στοιβάχτηκαν στ’ αμπάρια
ίδια όπως οι ορμές του ωκεανού
επιστρέφουν στους φυσητήρες
των φαλαινών.

 

Μας πρότειναν και πάλι τη νύκτα,
μα τέτοιοι που ήμασταν
το σκοτάδι πέρασε από μέσα μας
χωρίς να μας αγγίξει.

Και είπαμε ως εδώ.
Η θάλασσα να γεμίσει πουλιά,
και στον ουρανό να πετάνε ιχθύες.

 

Και είπαμε φτάνει πια.
Τα πουλιά να πυρπολούν στα νερά
ενθουσιασμούς
και τα ψάρια να καμακώνουν στον αέρα
παρακαταθήκες προγόνων.

 

Και είπαμε ως εδώ.
Οι ολονύκτιες ενοχές ν’ αφεθούν
ξυλάρμενες
στους αιγιαλούς των σεντονιών.

 

Και είπαμε, και είπαμε, και είπαμε,
μα ξύδι τα νερά κι οι στοχασμοί,
ναρκοπέδια οι έρωτες
και οι παρεκτροπές,
ταριχευμένα λελέκια οι υποσχέσεις.

 

Και είπαμε, και είπαμε, και είπαμε,
μα πλάνη το χιόνι
πλάνη και η λευκότης,
πώς αντέχει το άσπρο τόσο φως;

 

Πλάνη και το γαλάζιο,
πλάνη και το δάκρυ,
πώς αντέχει το μάτι
τόσο μαύρο στον ουρανό;

 

Μα πλάνη και η θάλασσα,
πλάνη και ο αφρός
πώς εσύ αντέχεις
τόσα πτώματα μικρών παιδιών;

Κι ύστερα,
γύρω στα μεσάνυκτα,
πλακώνουν οι περισπωμένες

 

τότε που οι βαρύτονες ψευδαισθήσεις
καθεύδουν

 

και η συνωμοσία των οξύτονων ελπίδων
καταστέλλεται.

 

Όταν ξημερώματα
στην υγρή αδιαφορία του κόσμου
εντάσσεσαι

 

κι ό,τι απομένει
είναι η άβυσσος
που μαζί της επιστρέφεις.

 

Πόσα χρώματα
και πόσες αχτίδες
προσπερνούν!

 

Μα εμείς εκεί
να βαστάμε γερά,
του γκρίζου τη χειρολαβή.