Δυναμισμός και κατηγορηματικότητα

Ο Ανδρέας Μαλόρης, ύστερα από τρία πεζογραφικά βιβλία, δύο από τα οποία απέσπασαν Κρατικό Βραβείο Διηγήματος, επιστρέφει στην ποίηση από την οποία ξεκίνησε το 1983. Διαβάζοντας το νέο του βιβλίο διαπίστωσα ότι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της ποίησής του είναι η αμεσότητα και η ευθυβολία. Ο ποιητής δεν μιλά με υπαινιγμούς, ούτε και αρέσκεται στις έμμεσες ή πλάγιες αναφορές. Ό,τι έχει να πει το λέει ευθέως, έστω κι αν τα ρητορικά του σχήματα είναι πλούσια σε μεταφορές, παρομοιώσεις, αλληγορικές αναφορές και άλλα καλολογικά, αισθητικά στοιχεία. Συχνά, δε, επιστρατεύει τη χλεύη, την ειρωνεία, το σαρκασμό αλλά και τον αυτοσαρκασμό. Πχ με ύφος επιτηδευμένα προστακτικό, λέει: «Στις προκλήσεις / απέστρεψε το βλέμμα, / τους πόθους ποδοπατά καταγής / και έσο απαθής!». (σελ. 13)

Από την άλλη η ποίηση του Α.Μ. αποπνέει ένα δυναμισμό, μια ευκρινέστατη κατηγορηματικότητα και μια ενθουσιώδη προσήλωση στη θέση που λαμβάνει ή υπερασπίζεται. Γιατί ο Α.Μ. μονίμως λαμβάνει θέση ή υπερασπίζεται κάποια θέση, όποια κι αν είναι η θεματική στόχευσή του. Ζωή έμπλεη συναισθημάτων, βιωμάτων και πάθους είναι το ιδεατό για τον ποιητή: «Μιλάτε μου μόνο / για μάτια που εξακοντίζουν πόθους / μέσα στην πλήξη του πλήθους…». (σελ. 14)
ην ίδια ώρα ο ποιητής δεν διστάζει να αυτοσαρκάζεται, να σαρκάζει τον αυτάρεσκο εαυτό του. Θα χαρακτήριζα μάλιστα αμείλικτο το αυτοκριτικό του στίγμα: «Ουρλιάζω μες στα όνειρα μου / κραυγές παγωνιού που ξεψυχά / μέσα στα φτερά του». (σελ. 15)

Το ίδιο δυναμικά υμνεί ο ποιητής και τον έρωτα. Τον υμνεί διακηρυχτικά, φωναχτά, ευθύβολα και παραστατικά. Πρωτίστως όμως πρόκειται για έναν έρωτα που σημασιολογεί ως ενέργεια, ως θετική ενέργεια: «Οι ανέραστες μέρες καραδοκούν απηυδυσμένες / Φτάνει πια, / θα πρέπει να αποφασίσω / αιώρηση ή στασιμότητα / έρμαιο πάθους ερωτικού / ή νυσταλέα σημεία». (σελ. 18)

Η ερωτική θεματική έχει για τον Α.Μ. πολυποίκιλες προεκτάσεις. Δεν είναι αμιγής, συνήθως αποτελεί πρόσμιξη με κάτι άλλο στις παρυφές του οποίου φτάνει με υπαινιγμούς, ενίοτε με παραβολές ή αλληγορικά. Κι αυτό το άλλο μπορεί να είναι κοινωνική προέκταση, αισθητική προέκταση ή οτιδήποτε άλλο μπορεί να διεγείρει τη φαντασία του ποιητή: «Ο δικός μου έρωτας / ξαγρυπνά / δίπλα στο κομμένο δέντρο / της γειτονιάς μου». (σελ. 25)
Ακόμη και στην ερωτική ποίησή του ο Α.Μ. εμπερικλείει μια δόση καταγγελτικότητας. Αφού μονίμως κάτι έχει σε κάποιον να προσάψει. Ακόμα κι όταν αυτός ο κάποιος είναι ο ίδιος του ο εαυτός. Η κριτική του διάθεση αφορά βεβαίως τον εκάστοτε συνομιλητή του, όμως είναι παντού διάχυτο και το αυτοκριτικό στίγμα: «Πώς αλήθεια, εσύ αντέχεις / τον οχληρό Ερωτόσαυρο / που στην αυλή σου κόβει βόλτες / μέρα μεσημέρι;». (σελ. 42)

Από τις καλύτερες στιγμές του βιβλίου θεωρώ δύο ποιήματα, το «Ενηλικίωση» (σελ. 56) και το «Εθιστείτε» (σελ. 61), με το οποίο ολοκληρώνεται η συλλογή. Τα δύο ποιήματα είναι ενδεικτικά για την ωριμότητα του ποιητή, συναισθηματική και αισθητική. Αλλά συνάμα μπορούν να ειδωθούν και ως διακηρύξεις στάσης ζωής εκ μέρους του. Θα αποφύγω την αποσπασματική παράθεση στίχων για να μην τα αδικήσω. Ειδικά τα συγκεκριμένα ποιήματα, μόνο επί συνόλω μπορούν να αξιολογηθούν και να εκτιμηθούν.

Γενικά, οι στίχοι του ποιητή είναι ευρηματικοί και ευφάνταστοι, με απρόσμενες παρομοιώσεις και κατακλείδες που εντυπωσιάζουν, με την κατηγορηματικότητα και την καταγγελτικότητά τους: « …ένα περιπολικό διασχίζει την πνοή μου / βρέχει ασταμάτητα μια λίθινη βροχή / κι η αγάπη σου ίδιο γυαλί / το μέσα μου ραγίζει». (σελ. 22)

Στα ποιήματα του Α.Μ. πιστεύω πως υπάρχει μια δομική συνέπεια, μια αρχιτεκτονική συμμετρία και μια ισομερής αναλογικότητα. Η αυστηρή προσήλωση στις πιο πάνω προδιαγραφές θεωρώ ότι διασφαλίζει ένα διακριτό αισθητικό αποτέλεσμα.

Στη συλλογή απαντώνται και ποιήματα ποιητικής, που διακρίνονται για τη διαύγεια, την παραστατικότητα και τη συνοχή των εκφραστικών τους μέσων και των ρητορικών τους τρόπων. Πχ «Τώρα απαγγέλλω / μια θάλασσα πνιγμένων στίχων / παραπατώντας στην ακτή / μπροστά σε αδιάφορο πλήθος». (σελ. 26)

Ακόμη, ο ποιητής επιστρατεύει στους στίχους του και τον αισθησιασμό, αξιοποιώντας τον σε εντελώς «ανύποπτες» θεματικές, αλλά με αισθητική και λειτουργική επάρκεια και όχι χάριν εντυπωσιασμού ή ως αυτοσκοπό. Πχ στο ποίημα «Ινδικός ωκεανός», λέει: «Επιστρέφεις / και ο χρόνος ξανακυλά / στις ράγες του γυμνού σου / εφηβαίου / στη στάση των ανασασμών / ακινητοποιείς το σύμπαν / με έναν ακόμη οργασμό υπογράφεις / τη νέα καταδίκη». (σελ. 27)

Ο Α.Μ. πιστεύω ότι καταφέρνει να συνδυάζει επιτυχώς στην ποίηση του το λυρισμό, με την αμεσότητα και τον δυναμισμό, χωρίς κανένα από τα τρία πιο πάνω χαρακτηριστικά να λειτουργεί σε βάρος του άλλου: «Απλώνω τα χέρια / αρπάζω αυτή την Άνοιξη / απ’ το γιακά / προσεκτικά της διαβάζω / τις υποχρεώσεις της / και μετά την αφήνω και πάει… ». (σελ./ 37)

Ο ποιητής επιτυγχάνει να μεταπλάσει αισθητικά και να θεματοποιήσει ό,τι το φθαρμένο, το παρηκμασμένο, το πεπερασμένο και αδιάφορο πλέον. Ανεξάρτητα εάν αυτό αφορά τον έρωτα, τις ανθρώπινες σχέσεις, ιδέες ή στάσεις ζωής, κλπ: «Μα είσαι πια ορθάνοικτη πόρτα / …μια θάλασσα που εξερευνήθηκε / ‘φήνοντας πίσω φριχτή μελαγχολία». (σελ. 38)

Μια άλλη ιδιαιτερότητα της ποίησης του Α.Μ., με την οποία θα ήθελα να ολοκληρώσω την παρουσίασή μου, είναι ότι οι στίχοι του, πολύ συχνά, διακρίνονται από μια δυναμική, μια προοπτική και πολλές φορές μια υποδόρια εξέλιξη. Σπάνια καταγράφουν και περιγράφουν στατικές καταστάσεις: «Γιατί το πρώτο φιλί / δεν είναι παρά / κείνος ο ανεπαίσθητος σπινθήρας / που πυρπολεί το μέλλον». (σελ. 60)

Γιώργος Φράγκος