Ο ασυμφορος μουσικος του Μπαχ.

Άργησα.
Την είδα να χάνεται
όπως γλυκάδα ομίχλης
στη στροφή λίγο πριν την έξοδο
των διλημμάτων.
Με καταπλάκωσαν και πάλι
αργά τριαξονικά γιατί.

 

Στον υπόγειο
η επικερδής μου βιασύνη
προσπέρασε τον μουσικό του Μπαχ.
Οι νότες που άφησα πίσω
με πολτοποίησαν στις ράγες.
Πέρασε κι από κει, θα λένε,
η βουβή αμαξοστοιχία
του μαύρου.

 

Τα χέρια,
που δεν κράτησα σφικτά
ένιψαν τις ώρες
και βράδιασαν.

Όταν οι μεταμέλειες
θορυβούσαν μέχρι το πρωί ψες

 

σαν κάτι τρωκτικά
που ροκανίζουν το μαύρο

 

και στους τοίχους φτερούγιζαν
οι σκιές
των μεγαλοπρεπών σου δισταγμών.

Όταν όσο κι αν καταμετράς
τη λεία της ημέρας

 

στο σακίδιο θα βαραίνουν
μόνο όσα σου ξέφυγαν

 

μόνο όσα πέταξαν
πάνω από την κοιλάδα
των επαληθεύσεων.

 

Στα πλην και οι έρωτες,
που συνεργάστηκαν άψογα
με δεύτερες σκέψεις.

 

Οι δοσίλογοι έρωτες.